Για κάποια Δουλτσινέα

Χα! Εκεί που λες ότι θα ηρεμήσει το μυαλό σου δεν σε αφήνει αυτή η πλανεύτρα που λέγεται ζωή, να ησυχάσεις... Μα είναι η ζωή ή είναι ο άλλος σου εαυτός, αυτός που είναι από κάτω σου, στα βάθη του νου, κάτω από την καρδιά σου και την τραντάζει, δεν την αφήνει να αποκτήσει το ρυθμό της; Πάντα τα ίδια αρχετυπικά κοσμικά ερωτήματα: αν κάνω το σωστό ή το λάθος, αν θα βρω την αλήθεια, αν είμαι άξιος για την αλήθεια, αν θα κατορθώσω να γίνω σαν τους ήρωες των ονείρων μου... Και ο Μinsky να απενεχοποιεί τα πάντα, σαν τίποτα να μην έχει αξία! Σαν να είναι όλα μια σύμβαση, όχι εργασίας, αλλά σύμβαση φιλανθρωπίας, για να δώσει νόημα στην ύπαρξη τούτου του δημιουργήματος που λέγεται άνω θρώσκον ον...

Καλά, δεν πιάνω από την αρχή το νήμα -αν υπάρχει αρχή και αν υπάρχει νήμα!- (δηλαδή από το από ποιόν, πώς και γιατί σμιλεύτηκε η ζωή και γεννήθηκε από την συμπαντική σκόνη), αλλά το προσεγγίζω λίγο πιο ύστερα: από το «μετά τη δημιουργία τι;», ένα πράμα σαν το «μετά το λύκειο τι;»! Οκ, δημιουργηθήκαμε, και τώρα τι κάνουμε; Πώς χρησιμοποιούμε αύτο το εργαλείο, πώς παίζεται αυτό το παιχνίδι; Πώς περνάει ο καιρός μέχρι να τελειώσει η ζωή; Οι απαντήσεις ίσως πάμπολες, όσες και οι άνθρωποι. Μήπως όμως δεικνύει την κενότητα που με διακατέχει; Μήπως εκφράζει την ματαιότητα που όρια δεν έχει;

Παρατηρητής του κόσμου, της ζωής, των άλλων, εμού του ιδίου... πάντα παρατηρητής... Δεν καταλαβαίνω αν προχωράω ή όχι, δεν καταλαβαίνω πού βαδίζω, δεν καταλαβαίνω τι θέλω. Και ο Minsky έχει και γι’αυτό εξήγηση. Και εγώ ζητάω απεγνωσμένα μια συναρπαγή, ίσως με άλλα λόγια λέγεται υπεκ-φυγή... Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια, αλλά στην πορεία κατάλαβα ότι δεν ήμουν μάγκας και νταής. Και τώρα; Γυρίζουμε πίσω; Συνεχίζουμε μπροστά έστω και αν πήραμε τη ζωή μας λάθος; Μα πού να πήγε τόση ένταση και τόσο πάθος; Α, ρε χορέ πόσους κύκλους πρέπει να κάνω για να μάθω τα βήματά σου; Αχ, ζωή μάγισσα να σε μάθω άργησα. Προσπαθώ να χωρέσω στριμωχτά κάπου εκεί ανάμεσα στο καλό και στο κακό, προσπαθώ να μην κάνω κακό, αλλά θέλει προσόντα σε τούτη την κοινωνία. Είναι σαν τον ερευνητή που κοιτώνωτας στο μικροσκόπιο τα γονίδιά του ανακάλυψε ότι έχει γονίδια ερευνητή αλλά όχι γονίδια διαπραγματευτή των γονιδίων του! Γιατί ο δύσκολος δρόμος να είναι και ο δρόμος της μάθησης και της γνώσης; Ποιός τα συνδύασε αυτά τα δυο; Αλλά εδώ μάλλον κάνω απέλπιδες προσπθάθειες να πιάσω το νήμα κάπου από την αρχή.

Δυο ασχολίες είναι που κρατούν τη ζωή μου ζωντανή (ακόμα): η μουσική-χορός και ο κόσμος που πλάθω όταν πιάνω στα χέρια μου σελίδες βιβλίων (μα καλά και η γυναίκα τι θέση έχει στη ζωή μου?!...). Θέλει δύναμη να είσαι ζωντανός, να είσαι ολόκληρος ζωντανός, να αντικρίσεις το φως κατάματα… Γιατί το φως τυφλώνει, πληγώνει, ματώνει... Και δεν έχεις δικαίωμα επιλογής, άπαξ και ορίστηκε να είσαι φωτοκυνηγός δεν μπορείς να ξεφύγεις, θα ψάχνεις πάντα το φως. Αν το κυνηγάς από πίσω (το οποίο έχει φοβερή αίσθηση...) δεν θα το φτάσεις ποτέ. Ένας είναι ο δρόμος να το συναντήσεις: να του πας κοντρα, να του βγεις από μπροστά, να το περιμένεις υπομονετικά σε ένα καρτέρι που θα του στήσεις και με περισσό θάρρος και ρισκάρωντας να σε παρασύρει και να σε (ξανα)κάνει αστρική σκόνη, να ανοίξεις την αγκαλιά σου και να σημαδέψεις να σε πετύχει ακριβώς στο μέρος της καρδιάς! Μόνο εκεί μπορεί να φωλιάσει το φως και να καταλαγιάσει από το αέναο και κουραστικό του ταξίδι... Όπου αλλού σε βρει θα σε διαλύσει, γι’αυτό εκπτώσεις στο θάρρος δεν χωρά. Ανοιχτές αγκάλες λοιπόν, ανοιχτά μυαλά (μπας και στην επόμενη βροχή εξυπνάδας γεμίσει καμιά στάλα το έρημο κρανίο), ανοιχτά χαρτιά, ξεκάθαρα λόγια και όλα τα υπόλοιπα θα ακολουθήσουν υποταγμένα!

Βάστα το νου να μην γκρινιάξει του καιρού, που έφτιαξε με τον πόνο κλίκα και τσιγκουνεύεται στη γλύκα... Βάστα και παίξε όπως νομίζεις αυτό το παιχνίδι της ζωής, κανόνες και οδηγίες δεν υπάρχουν, συνταγές από κομπογιαννίτες-ιατρούς δεν χωρούν, παίξε και χαίρου, χαίρου και δημιούργα, δημιούργα και με όλη σου τη δύναμη σύγκορμα τραγούδα... τραγούδα πριν μας πνίξει των διαόλων μας η μούργα!!

Υ.Γ.: Είθε οι απανταχού Δον Κιχώτηδες να μην πάψουν να προσθέτουν συνεχώς νέες σελίδες στο βιβλίο του Θερβάντες με τα ανδραγαθήματά τους και έτσι το βιβλίο αυτό να μην τελειώσει ποτέ… Και όλα αυτά για μια κάποια Δουλτσινέα… (α εδώ έχει θέση η γυναίκα στη ζωή μου… όλα αυτά είναι για αυτήν…)