Κλέβω άρα υπάρχω!


Να πού πάνε τα λεφτά του πατέρα μου, του πατέρα σου, του παππού μου και του παππού σου... Και κανείς δεν παίρνει ένα ραβδί να ανοίξει κανά κεφάλι... Και όλοι καθόμαστε αποχαυνομένοι στην άλωση της αυταξίας μας.

-Λένγκω, Λένγκω, μάνα... Πότε θα αλλάξει αυτό το σύστημα;
-Ίσως μόνο όταν αλλάξεις εσύ παιδί μου, γιατί το σύστημα είσαι εσύ και ο άλλος και ο παράλος και ο παραδίπλα... Αν όμως δυσκολεύεσαι να αλλάξεις τον εαυτό σου, τότε μην περιμένω να αλλάξει το σύστημα (σου)...
-Γιατί όμως δυσκολεύομαι να αλλάξω;
-Γιατί ό,τι κάνεις και ζεις είναι προδιαγεγραμμένο από τις ρίζες σου και τα γονίδιά σου, που σε ένα γενικότερο κοινωνικό περιβάλλον αλητείας και πονηριάς, παρέχει τις απαραίτητες συνθήκες θερμοκρασίας και (ψυχικής) πίεσης για να αναπτυχθεί το (εγκεφαλικά) φυτό που βλέπουμε όλοι σήμερα μπροστά μας και το θαυμά-ζουμε!


"Λένγκω, Λένγκω"
Στίχοι, Μουσική, Ερμηνεία:
Γιάννης Μαρκόπουλος




Στην κυρά μάνα μας μη δίνετε βοήθεια
ούτε μαγκούρα στο προσκέφαλο σιμά
γιατί θα δέρνει κάθε μέρα τα παιδιά της
κι όταν μιλάω θα με λέει αληταρά
Κι αν δέρνει κάθε που γουστάρει τα παιδιά της
θα καταντήσουνε εμπόροι δουλικοί
Τα νιάτα χάνονται στα βρώμικα σοκάκια
για να μετρήσουνε το μπόι τους στη γη
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, πάψε να με κυβερνάς
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, πάψε να με τυραννάς

Κι αν θέλω τώρα να ακούγεται η φωνή μου
με πιάνει τρόμος από ίσκιους μακρινούς
Χρυσάφι μοιάζει η συντροφιά σου στη ζωή μου
κι η ομορφιά σου μου γιατρεύει τους καημούς
Ρε μπάρμπα κάτσε να μάς πεις μια ιστορία
πώς ήταν τότες η μανούλα μας παλιά
Έπεφτε ξύλο σα γινόταν φασαρία
ή σάς νανούριζε με χάδια και φιλιά
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, μου σπαράζεις τη καρδιά
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, μου πληγώνεις τη χαρά

Κι ο μπάρμπας τότε σοβαρεύτηκε λιγάκι
την κούτρα ξύνει και παράγγειλε καφέ
Μητέρα, είπε, ήταν ένα κοριτσάκι
που ορφανό μάζευε άνθη σε μπαξέ
Τα άνθη στόλιζαν τ' αγέρωχο κεφάλι
μα όταν κοιμόταν πάλι πέφτανε στη γη
κι από τα λούλουδα που ο χάρος είχε βάλει
εμένα κράτησε να βλέπω τη ζωή
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, μου 'χεις φάει την ψυχή
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, φίλοι θα βρεθούμε όλοι μαζί

Αυτή παιδιά μου ήταν τότες η μανούλα
ο κήπος ύστερα εγέμισε ληστές
Το κοριτσάκι μας το ντύσανε γριούλα
κι απ' τα κουρέλια του φαινότανε οι πληγές
Κι αν μάς χτυπάει με μανία και φωνάζει
την βάζουν άλλοι με συμφέροντα πολλά
Το όνειρο που φεύγει την τρομάζει
ν' αναζητάει μια χαμένη ελευθεριά

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, μάνα στο καμίνι της φωτιάς
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, μάνα πες μας πάλι τι ζητάς