Γυναίκα: η μούσα του τάνγκο!


"...Με την αόριστη ιδέα να ανέβω στον τελευταίο όροφο, μιας και είχα βρεθεί εκεί, και να ξαναδώ τους πίνακες του Κινκέλα που με τη δραματικότητα τους ταίριαζαν τόσο με το τάνγκο και την αγωνία που αισθανόμουν, με την πνοή του θανάτου που τύλιγε τη Λα Μπόκα, διέσχισα μια πελώρια και άδεια από επισκέπτες αίθουσα όπου τα βήματά μου καθώς τρίβονταν πάνω στο πάτωμα αντηχούσαν σαν ψίθυρος.

Και τότε την είδα. Στο βάθος, αριστερά, ανάμεσα σε ένα φριχτό τοπίο της Πάμπας και μια παράταιρη σύναξη πιστών ύστερα από κάποια επίσημη λειτουργία με κυρίες με μαντίλες και κυρίους με ημίψηλα, με κοιτούσε εκείνη, μέσα από τα σκοτεινά βάθη του λαδιού, πλαισιωμένη από μια παραφορτωμένη επίχρυση ξύλινη κορνίζα. Τα μάτια της γυάλιζαν όπως εκείνη τη βραδιά στη μιλόνγκα, μισόκλειστα από ηδονή, θαρρείς και άκουγε τον ρυθμό ενός τάνγκο που έπαιζε μόνο για κείνη μες στη μοναξιά του σκονισμένου μουσείου. Στα κατακόκκινα βαμμένα χείλη της μόλις που χάραζε, όπως τότε, ένα ελαφρύ χαμόγελο, πονεμένο κα προκλητικό συνάμα. Τα μαύρα μαλλιά της ήταν μαζεμένα σε έναν ψηλό κότσο, με ένα χτενάκι από ταρταρούγα. Στη μέση του ντεκολτέ, στερεωμένο στο μαύρο μεταξωτό κορσάζ της, το μπουμπούκι ενός κόκκινου, σχεδόν κλειστού τριαντάφυλλου ξεχώριζε πάνω στο χλωμό της δέρμα. Ένας τύπος τριαντάφυλλου των θερμοκηπίων, που δεν υπήρχε ακόμα όταν ζωγραφίστηκε εκείνο το πορτρέτο.

Η μικρή πλακέτα στην κορνίζα, ακριβώς κάτω από το σημείο όπου τα χέρια της ενώνονταν στο ύψος της μέσης -εκείνα τα χέρια που είχαν ακουμπήσει πάνω στον ώμο μου και είχαν σφίξει τα δικά μου-, έγραφε: "Το τάνγκο είναι μια κραυγή με σιγανή φωνή". Άγνωστη καλλιτέχνιδα. περ.1920."

Απόσπασμα από το βιβλίο "Με το τάνγκο στην καρδιά" της Έλιας Μπαρθέλο, εκδόσεων Πατάκη, που καταβρόχθισα πρόσφατα.


Από την πρώτη στιγμή που διάβασα αυτό το κομμάτι κάτι με συγκλόνισε. Δεν ήξερα όμως ότι θα βιώσω μια παρόμοια αίσθηση προχτές στο μουσείο Ηρακλειδών, προτελευταία μέρα (εντελώς τυχαία) της έκθεσης με θέμα "Η Γυναίκα ως Μούσα". Περιδιαβαίνοντας τα τέσσερα δωμάτια του μουσείου πέφτω κυριολεκτικά πάνω της... Έμεινα άφωνος! Ήταν θαρρείς εκεί, ζωντανή, μια επισκέπτρια και όχι έκθεμα του μουσείου. Ήταν η "Τίλα Ντυριώ ως Κίρκη" του Franz Von Stuck. Στα μυαλό μου, ήρθε αμέσως το απόσπασμα που παρέθεσα πιο πάνω (περιττό να πω για πολλοστή φορά πως θεωρώ ότι κάποιος εκεί ψηλά έχει βαλθεί να με τρελάνει και μου προκαλεί τρελές συμπτώσεις στη ζωή μου - δεν γίνεται να διαβάζω κάτι και δυο μέρες μετά να το βιώνω...). Η μορφή της πραγματικά με διαπέρασε. Η ζωντάνια της, τα μαλλιά της, το χρώμα των χειλιών της, τα σκουλαρίκια της... λες και ανέμενε τον καβαλιέρο της στην αποψινή μιλόνγκα. Ήταν η απόλυτη ντάμα. Αυτή που ενσάρκωνε στα μάτια μου το πάθος και την ένταση του τάνγκο (που είμαι σίγουρος ότι ο δημιουργός της ούτε κατά διάνοια μπορούσε να το φανταστεί όταν την ζωγράφιζε...).

Δυστυχώς στο διαδίκτυο βρήκα μόνο μια ασπρόμαυρη αποτύπωσή της, που φυσικά δεν προσεγγίζει στο ελάχιστο αυτό που είδαν τα μάτια μου. Την παραθέτω, μόνο και μόνο για να πάρετε μια ιδέα - απ'το τίποτα κάτι είναι και αυτό.









Τάνγκο. Το νέο πάθος μου! Αυτό που ξυπνά κάθε κοιμισμένη αρσενική μου αίσθηση.