Η ψυχανάλυση της ψυχανάλυσης, ω ψυχανάλυση!


Εψές, μια ψυχολόγος, πολύ καλή στη δουλειά της, με πάθος και ένταση για αυτό που κάνει, μου είπε ότι σκέφτομαι πολύ με "κουτάκια"
για τα πράγματα και δη για τις ανθρώπινες σχέσεις. Ότι αναζητώ συνεχώς το "πλαίσιο" συνομιλίας με τους άλλους, αναζητώ ορισμούς και νοήματα, καλώ τον συνομιλητή μου συχνά να διευκρινίσουμε μαζί τη χρήση κάποιων λέξεων ένθεν και ένθεν.




Εγώ το δέχτηκα ότι το κάνω αυτό, μάλιστα παλαιότερα το έκανα ακόμα περισσότερο. Σήμερα όμως ίσως είμαι πιο ανεκτικός στην άποψη του άλλου, του αφήνω περισσότερο χώρο να μου πει τα πράγματα από την πλευρά του και έτσι προσπαθώ μαζί να χτίσουμε κουτάκια. Σήμερα επίσης, είμαι ίσως πιο διεισδυτικός στα νοήματα και στα πλαίσια, έτσι τα κουτάκια μου είναι πιο πολλά.

Και σας ρωτάω: τι κακό έχουν τα κουτάκια; τι μας πειράζει που κάποιος βάζει κουτάκια και αντιστοιχεί καταστάσεις με νοήματα; τι είναι αυτό που δεν περικλύουν τα κουτάκια; τι είναι αυτό που δεν μπορούν να χωρέσουν τα κουτάκια και χωράνε στη ζωή κάποιου που δεν βάζει κουτάκια; πάθος; ένταση; συναίσθημα; το γαμημένο το απρόοπτο;

Ας εξηγηθώ πρώτα και μετά περιμένω και τη δική σας άποψη.

Θεωρώ ότι αν δεν οριστεί επακριβώς, ή τουλάχιστον όσο καλύτερα γίνεται, η βάση συνομιλίας και συζήτησης μεταξύ δυο ατόμων, (δυο οποιονδήποτε ατόμων, σε ό,τι είδους σχέση και αν αναπτύσσουν), δεν μπορεί να είναι ασφαλής η συζήτηση ούτε και το συμπέρασμα που αυτή θα επιφέρει - αν τελικά επιφέρει. Αν δεν έχουμε στο μυαλό μας το ίδιο ή σχεδόν το ίδιο νόημα, όταν ακούμε τις ακριβώς ίδιες λέξεις, τότε η συζήτηση κινδυνεύει να οδηγηθεί σε παρεξήγηση ή αδιέξοδο. Αν ο ένας στο άκουσμα της λέξης "μαύρο" καταλαβαίνει μαύρο και ο άλλος καταλαβαίνει άσπρο, τότε το πράγμα κάπου αρχίζει να οδηγείται σε δύσβατα συνομιλιακά μονοπάτια. Είναι σαν να βλέπει ο ένας τη μια πλευρά του κάτωθι κουτιού και ο άλλος την άλλη...




Αντιλαμβάνομαι ότι δεν γίνεται να επιτευχθεί αυτό σε κάθε συνομιλία δυο οποιονδήποτε ανθρώπων. Και εδώ φυσικά μπαίνει η επιστήμη της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας να ρίξει άπλετο φως και να τεκμηριώσει γιατί δεν μπορεί να γίνει αυτό το ιδανικό πράγμα. Ευχαριστώ πολύ, αλλά εγώ μιλάω για κάτι άλλο, κάτι βαθύτερο. Μιλάω για την ικανότητα επικοινωνίας μεταξύ δυο ατόμων. Για την συναίσθηση κατά την διάρκεια της συζήτησης, του προς τα πού πάει η συζήτηση, του προς τα πού θα ήθελαν οι συνομιλητές να πάει η συζήτηση, του τι αναζητούν με τη συζήτηση και τι σκοπό έχει τελικά αυτή η προσπάθεια συζήτησης. Όλη αυτή τη συναίσθηση, θα την ονόμαζα ως ψυχολογία της επικοινωνίας μέσω γλώσσας. Με άλλα λόγια η ικανότητα για επικοινωνία είναι η αντίληψη του τι ακριβώς γίνεται όταν κάποιοι συνομιλούν: πραγματικά συνομιλούν ή κλάνουν;! Εδώ εισέρχεται σίγουρα, αυτό που πάλι η ψυχολογία έχει εισάγει, το συναισθηματικό πηλίκο (emotional quotient). Και σίγουρα είναι θέμα συναισθήματος μια συνομιλία γιατί αφορά την αίσθηση που έχουν για το πού βαδίζουν συνομιλιακά κάθε στιγμή, δυο άνθρωποι μαζί (=συν). Άρα η από κοινού αίσθηση της βιωματικής εμπειρίας του συνομιλιακού γεγονότος που εκείνη τη στιγμή λαμβάνει χώρα μπροστά τους, έχει να κάνει με τα συναισθήματα του καθενός. Όταν δυο άνθρωποι συνομιλούν, δεν ανταλάσσουν πληροφορίες μόνο μέσω των λέξεων! Τι εννοώ (βασικά η επιστήμη της Πραγματολογίας το εννοεί και όχι εγώ): η κάθε λέξη είναι μια ενεργειακή μονάδα, που κάθε φορά που εκστομίζεται είναι εντελώς διαφορετική από μια ίδια λέξη που εκφέρεται σε άλλες συνομιλιακές συνθήκες, περιστάσεις και καταστάσεις. Γιατί; Διότι εκτοξεύεται από ένα όπλο που όμοιό του δεν υπάρχει και άρα διαμορφώνεται από αυτό: τον άνθρωπο. Έκαστος από εμάς είναι μοναδικός. Άρα και αυτά που λέμε και ο τρόπος που τα λέμε, αλλά και αυτά που εννοούμε και ο τρόπος που τα εννοούμε, δεν μπορεί παρά να είναι επίσης μοναδικά. Όμως, παρόμοια ισχύουν και στην άλλη πλευρά, δηλαδή σε αυτόν που εκλαμβάνει την εκσεστομισμένη ενεργειακή βόμβα! Ο ακροατής (που είναι ο μελλοντικός ομιλητής), με τη σειρά του έχει -ως μοναδικό όν- τον δικό του τρόπο να ακούει και να ερμηνεύει τα πράγματα και γενικά τα ερεθίσματα, λεκτικά και εξωλεκτικά, του περιβάλλοντός του. Και επεξεργαζόμενος αυτά τα ερεθίσματα με τον δικό του τρόπο, στη συνέχεια θα πάρει αυτός τη σκυτάλη της ομιλίας και θα εκτοξεύσει-εκστομίσει νέα ενεργειακή βόμβα-λέξη-πρόταση αμιγώς δικής του παραγωγής, που θα κατευθύνεται στον πρώτο ομιλητή και πάει λέγοντας το παιχνίδι αυτό...

Βλέπετε λοιπόν πόσο χαώδες είναι το φαινόμενο της συνομιλίας μεταξύ δυο ανθρώπων! Ακόμα και μια "καλημέρα" που θα πεις, μπορεί αν καλοσκεφτείς τι σημαίνει, να σου κανει την ημέρα κακή! Πού το πάω όμως το ζήτημα; Ότι μέσα σε αυτή τη χαώδη περιπλάνηση μεταξύ συνειδητού και υποσυνείδητου τόσο της δικής μας προσωπικότητας όσο και του συνομιλητή μας, δεν γίνεται παρά να αναζητήσουμε σταθερές για να μην χαθούμε... στη μετάφραση! Και οι σταθερές αυτές θα παραχθούν από τους ορισμούς που θα δώσουμε, από τα πλαίσια που θα χτίσουμε, από τα κουτάκια που θα βάλουμε προσπαθώντας κάπως να κλείσουμε και να γκρουπάρουμε τα νοήματα και τις πληροφορίες. Ξαναρωτώ: γιατί τα κουτάκια μας φοβίζουν κυρία ψυχολόγε μου; Επειδή νοιώθουμε ότι κλείνουν πράγματα και δεν αφήνουν άλλα να εισέλθουν μέσα σε αυτά; Και ποιός σας είπε ότι δεν μπορούν να ξανανοίξουν και να συμπεριλάβουν άλλα νοήματα και άλλες πληροφορίες την επόμενη φορά. Και έτσι γίνεται εξάλλου! Την επόμενη φορά που θα ξαναπούμε την ίδια λέξη, θα είναι κάτω από άλλες περιστάσεις, άλλοι θα είναι οι συμμετέχοντες, άρα αναγκαστικά οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε και να επαναδιαπραγματευτούμε τα νοηματικά αυτά κουτάκια, με βάση τις καταβολές του κάθε συμμετέχοντα. Έτσι γίνεται στην πραγματικότητα φίλοι μου. Μην φοβάστε όμως γιατί ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί και τα διαχειρίζεται αυτά με σχετική ευκολία και γρηγοράδα, οπότε αμέσως "μπαίνει στο νόημα" της συζήτησης. Άρα αυτό που στην πραγματικότητα είναι χαώδες ο εγκέφαλός μας, μας το δείχνει σαν να είναι το πιο απλό πράγμα του κόσμου! Θαυμάστε τα φοβερά προσόντα του εγκεφάλου, αλλά θαυμάστε και την εικονική (πιο σωστά εξωπραγμτική) πραγματικότητα που μας αναγκάζει να ζούμε...

Το πρόβλημα όμως είναι όταν δεν μπορεί κάποιος να μπει στο νόημα και αυτός ο κάποιος τυχαίνει να είναι ας πούμε ο/η σύντροφός σου! Τι κάνεις τότε;

- Υψώνεις την ένταση της φωνής σου για καταλάβει ο άλλος τι θες να πεις;
- Υψώνεις το χέρι σου και βλέπει ο άλλος αστεράκια;
- Υψώνεις το πρώτο βάζο που βρίσκεις εύκαιρο μπροστά σου και το εκσφενδονίζεις;
- Χρησιμοποιείς άλλες λεκτικές εκφράσεις πιο πλούσιες σε πληροφορίες, όπως π.χ. βρισιές;

Εδώ ακριβώς λοιπόν χωρά το ερώτημά μου: τι κακό έχουν τα κουτάκια; Θεωρώ ότι προάγουν τη συζήτηση, ευοδώνουν την συνομιλία, ισχυροποιούν τις πληροφορίες και κατευθύνουν κάπου την επικοινωνιακή διάθεση. Χωρίς τα κουτάκια και χωρίς τα κοινώς συμπεφωνημένα βασικά νοήματα, από τα οποία οφείλει να ξεκινήσει μια υγιής συζήτηση, δημιουργούνται παρεξηγήσεις, διαπληκτισμοί, μπουνίδια, σπασμένα από βάζα κεφάλια, βρισίδια και άλλα πολλά -σαφέστατα- μη υγιή αποτελέσματα. Θεωρώ λοιπόν ότι τα κουτάκια, συμμαζεύουν κάπως τα πράγματα και δεν τα αφήνουν στο χαώδες τους αραλίκι. Οι λέξεις κύριοι, είναι άψυχες και μη λειτουργικές, είναι απλά εργαλεία, είναι το μέσον από το οποίο περνά κάτι άλλο πιο σημαντικό: το νόημα και η πληροφορία. Το πόσο διατεθειμένος είναι κάποιος αρχικά να το αντιληφθεί αυτό το παιχνίδι και κατόπιν να συμμετέχει σε αυτό με υγιή τρόπο, είναι θέμα συναισθηματικής νοημοσύνης. Κάτι από το οποίο φυσικά δεν έχει κανένας πολιτικός, μιας και όλα αυτά που λένε στερούνται συναισθήματος -λογικό μιας και όλοι τους είναι χοντρόπετσα γουρούνια που δεν νοιώθουν και δεν αισθάνονται στο ελάχιστο-, είναι άψυχα και φυσικά δεν προάγουν καθόλου την επικοινωνία. Γιαυτό αν παρακολουθήσετε διάλογο μεταξύ πολιτικών θα διαπιστώσετε ότι πρόκειται για ορχήστρα σκύλων που γαβγίζουν ασυνάρτητα. Αυτοί εντάσσονται στην πρώτη κατηγορία, που υψώνουν την ένταση της φωνής τους με σκοπό να επιβάλλουν στους συνομιλητές τους τις απόψεις τους. Με λίγα λόγια, αυτοί οι άνθρωποι δεν συνομιλούν. Αυτοί οι άνθρωποι δεν δίνουν χρώμα στη συζήτησή τους, όπως κατ' επέκταση δεν δίνουν χρώμα στη ζωή τους.




Περιμένω λοιπόν απαντήσεις: σε τι μας φταίξανε τα κουτάκια; Τι μας εμποδίζουν να αντιληφθούμε και να βιώσουμε εμείς που τα χρησιμοποιούμε σε σχέση με όλους αυτούς που έχουν αφαιρέσει ("ξε-" κατά την γραμματική) τα κουτάκια από το μυαλό τους, έχουν δηλαδή ξε-κουτιάνει που λένε και στο χωριό μου;