Πώς φτάσαμε στ' ανείπωτα


Πέρσι τέτοιον καιρό θαρρώ, ήρθε ο Δημήτρης Ζερβουδάκης να δώσει μια μικρή συναυλία εδώ στη Μυτιλήνη, σε ένα παραδοσιακό καφενείο, το Πανελλήνιο, για όσους γνωρίζουν. Το μαγαζί φίσκα Μυτιληνιούς, η ακουστική του χώρου από μέτρια έως κακή. Ο καλλιτέχνης όμως, με το γνωστό του ύφος, ξηγήθηκε από την αρχή: ήθελε ησυχία και συμμετοχή. Ήθελε έναν άλλον τρόπο επικοινωνίας, μια άλλη γλώσσα ανταλλαγής απόψεων. Τι άλλο εξάλλου είναι η μουσική;

Ξεκίνησε με πάθος, με ένταση, με φούρια. Και οι Μυτιληνιοί ξεκίνησαν και αυτοί τα δικά τους: ψιλή κουβεντούλα, που αθροιζόμενη και πολλαπλασιαζόμενη από τους τέσσερις τοίχους και το πανύψηλο ταβάνι του καφενείου μεταλλάχτηκε σε εκκωφαντικό βουητό. Ο καλλιτέχνης, ζητούσε ησυχία για να μπορέσει να εκφραστεί, να συγκεντρωθεί και να πει όλα αυτά που ήθελε, αυτά για τα οποία τον πληρώναμε εκείνο το βράδυ εμείς που παρευρισκόμασταν. Το καφενείο σύσσωμο, το χαβά του. Ακουγόταν μόνο μια οχλαγωγή.

Και τότε ο καλλιτέχνης, ο πραγματικός καλλιτέχνης που ξέρει να σέβεται τον εαυτό του, που γράφει στα αρχίδια του τα χρήματα και τον ενδιαφέρει μόνο να εκφραστεί, άρχισε να απομακρύνεται από το μικρόφωνο, αποστρεφόμενος τον κόσμο, ενώ και οι μουσικοί ένας ένας σταματούσαν το παίξιμό τους... Ο καλλιτέχνης, άρχισε να τραγουδάει μόνο για τον εαυτό του, μακρυά από κάθε είδους μικροφωνική ενίσχυση. Σκοπός του, να ακούσουμε την βουή από τις δικές μας φωνές και να αντιληφθούμε πόσο ενοχλητικές μπορεί να είναι...

Κάποια στιγμή άκουγες μόνο θόρυβο, ενώ ο καλλιτέχνης εξακολουθούσε να τραγουδά μόνος του στον δικό του φανταστικό κόσμο. Αυτόν τον θόρυβο ο καλλιτέχνης τον είχε ακούσει πολύ πριν από εμάς, με το ακονισμένο του αυτί. Μας ανάγκασε να τον ακούσουμε και εμείς. Όταν μετά από αρκετή ώρα πήραν χαμπάρι οι Μυτιληνιοί τι πραγματικά γίνεται... άρχισε ο όχλος να σωπαίνει και ο καλλιτέχνης να πλησιάζει αργά και πεισματικά αντιστεκόμενος στο μικρόφωνο. Και η φωνή του σιγά σιγά ξανακούστηκε.

Όμως τι ήταν άραγε όλα αυτά τα ανείπωτα που σκεπάστηκαν από τον δικό μας θόρυβο; Δεν θα τα ακούσουμε ποτέ.

Στο τέλος ο καλλιτέχνης είπε "ψωμί και αλάτι για όσα ειπώθηκαν απόψε" και απογείωσε τη βραδιά με φοβερά κομμάτια και εξαιρετικά παθιασμένη επιτέλεση. Κάτι μέσα του όμως ένοιωθες, ότι είχε ραγίσει...

Ίδια κατάσταση νοιώθω και εγώ εδώ που είμαι, σχεδόν 2 χρόνια... Ξεκίνησα με πάθος, με μπόλικη παιδικότητα, σιγά σιγά όμως άκουγα γύρω μου θόρυβο. Ποιά γλώσσα μου μιλάνε αναρωτήθηκα; Μέχρι που η επιλογή μου για επικοινωνία ήταν η μη επικοινωνία, η αποστροφή, η απομάκρυνση από τη θέση του μικροφώνου...

Αυτά τα ανείπωτα που ήθελα να πω ποιός τα άκουσε άραγε;

Ας όψεται όμως, ό,τι είπαμε ψωμί και αλάτι. Να' ναι όλοι τους καλά. Να συνεχίσουν τον δρόμο τους με υγεία και εγώ το δικό μου.

Ό,τι ραγίζει όμως -τουλάχιστον σε εμένα- δεν ξανακολλά.



Υ.Γ.: Η ανάρτηση αυτή αποτελεί απάντηση σε ένα sms που έλαβα απόψε...



"Τα ανείπωτα"
Στίχοι, Μουσική, Ερμηνεία:
Δημήτρης Ζερβουδάκης