Αθηναίων Πολιτεία



Αθήνα για λίγες μέρες. Αυτή η πόλη, όλο και αποπροσωποποιείται, αν υποθέσουμε ότι είχε ποτέ δικό της πρόσωπο βέβαια, και όλο χάνει την ταυτότητά της, αν υποθέσουμε ότι είχε ποτέ αποκτήσει.

Εμπειρία 1η : Περπάτημα σε ένα πολυσύχναστο πεζόδρομο. Αναρωτιέμαι ποιό παιδί από τα εικονιζόμενα, είναι το ζωντανό και ποιό το μη ζωντανό. Ποιό το φυσικό και ποιό το αφύσικο.


Καθώς αναρωτιέμαι, κοιτώ τον διπλανό τοίχο και βρίσκω μια πρώτη προχειρογραμμένη απάντηση:


Καθώς επεξεργάζομαι την απάντηση που μόλις πήρα από τον… τοίχο, κοιτώ ολόγυρά μου τους περαστικούς. Προσπαθώ να το παίξω λίγο ανθρωπολόγος και να εξιχνιάσω τη συμπεριφορά τους απέναντι σε αυτήν την κοινωνική εικόνα που μόλις αντίκρισα. Άραγε αυτοί την αντικρίζουν; Βλέπω άλλους τοίχους, θεώρατους, αυτή τη φορά, να ορθώνονται μέσα τους και να γράφουν μια λίγο διαφορετική απάντηση:


προχωράω βιαστικός μεγάλε και κάνω πως δεν την είδα…



Άραγε τι πραγματικά (γνωρί)ζουμε και τι όχι;


Εμπειρία 2η: συμποσιάζομαι με ανθρώπους, διαφόρων ηλικιών, διαφόρων πολιτισμικών καταβολών και διαφόρων οικονομικών καταστάσεων και συνειδητοποιώ ότι κουράζομαι αμέσως όταν μιλάω ή βρίσκομαι μαζί τους. Πολύ γρήγορα το μυαλό μου φεύγει. Έχω βαρεθεί ανθρώπους που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το σπιτάκι τους. Έχω μπουχτίσει με ανθρώπους που το ενδιαφέρον για τη ζωή δεν επεκτείνεται πέρα από την αυλή τους. Μα ποια είναι η αίσθηση που έχουμε για την κοινωνία τελικά; Ώρες ώρες νοιώθω ότι είναι κάτι που δεν μας αφορά και δεν μας αγγίζει. Μα γιατί δεν στρέφουμε λίγο το βλέμμα δίπλα μας; Ίσως δούμε κάτι ωραίο, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν το είχαμε δει…


Γιατί θυσιάζουμε στο βωμό των ψεύτικων -απ’την κάθε πολυεθνική- υποσχέσεων για ένα καλύτερο αύριο, τις όμορφες εικόνες που συναντάμε σήμερα; Γιατί σκεφτόμαστε το αύριο και χάνουμε το σήμερα;


Εμπειρία 3η: Τον συναντώ στην πλατεία Κοραή. Λέγεται Γιάννης. Είναι ψευδός. Έχει σπασμένα δόντια, δεν ξέρω για ποιο λόγο. Έχει και ματωμένο δεξί μπατζάκι. Περπατάει και τρεκλίζει. Τον παρακολουθώ, χωρίς να το ξέρει. Μπροστά του περνά ένας εκπρόσωπος της Εκκλησίας, ένας ιερέας. Ο Γιάννης τρέχει και του φιλάει το χέρι. Αυτός, το τραβάει γρήγορα, σαν να συνάντησε τον Διάβολο. Ο Γιάννης, Διάβολος; Αναρωτήθηκα. Μπα… αφού δεν έχει ουρά. Αν είχε, θα την είχε βάλει ήδη στα σκέλια του. Επίσης δεν έχει και κόκκινο χρώμα, το μόνο κόκκινο χρώμα πάνω του, είναι το ίδιο του το αίμα που λερώνει το δεξί του μπατζάκι. Αρχίζει να μιλά στον ιερέα. Ξαφνικά, ο ιερέας, μου φάνηκε σαν να έκανε στο Γιάννη μια άσεμνη κίνηση, αλλά προσέχοντας καλύτερα, μάλλον έδινε την ευλογία του ενώνοντας τον αντίχειρα με τον παράμεσο και όχι με μέσο δάχτυλο…, και εξαφανίστηκε στην επόμενη γωνία. Έμεινε ο Γιάννης να μιλάει στον αέρα και να εξηγεί στον παπά αυτά που ήθελε να του εξηγήσει. Μετά έκανε μια απότομη κίνηση, σαν αυτές που κάνουν τα μικρά παιδιά όταν δεν τους παίρνεις σοκολάτα, τέντωσε τα χέρια και άρχισε να κλαίει. Απείχαμε μόλις 2 μέτρα. Εγώ πήγα προς τη μηχανή μου. Εκείνος, σκούπισε τα δάκρυά του και ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. Μου χαμογέλασε, μου μίλησε στον πληθυντικό και άρχισε να λέει κάτι ακαταλαβίστικα. Υπέθεσα ότι συνέχιζε τη συζήτηση από εκείνο το σημείο που το έσκασε ο παπάς. Και είχα δίκιο. Με λεπτές και σύντομες ερωτήσεις, χωρίς να τον πολυδιακόπτω, γιατί αντιλήφθηκα ότι είχε τόσα πολλά να πει, κατάλαβα την μικρή του ιστορία, ή αυτή τουλάχιστον την ιστορία που τη δεδομένη στιγμή μου πλάσαρε σαν δική του. Είναι ένα ακόμα τζάνκι, αναρωτήθηκα; Ίσως. Αλλά τέτοιο τζάνκι δεν έχω ξαναδεί. Αυτά τα κόκκινα μάτια μου φάνηκαν από κλάμα και όχι από
άσπρο πράμα… Μήπως είναι ένας ακόμα ψυχοπαθής, (γιατί ανέφερε κάτι για ψυχιατρείο και για 4 ντζαγλαράζες, εννοώντας μάλλον νταγλαράδες, που τον έδεναν και τον έδερναν), σκέφτηκα; Ίσως, αλλά με μια λοξή ματιά ολόγυρά μου, αναρωτήθηκα ποιος δεν είναι ψυχοπαθής σε αυτή την πλατεία… Μου είπε ότι έπεσε λίγο πριν και έσπασε τη μύτη του και από τον φόβο του κυριολεκτικά χέστηκε και κατουρήθηκε πάνω του και κάτω του. Τα αίματα στο δεξί μπατζάκι ήταν από τη μύτη του και η μυρωδιά από τα βιολογικά του υγρά. Να τα πιστέψω άραγε όλα αυτά, ξαναρώτησε μια φωνούλα μέσα μου. Γιατί όχι, της απάντησα και εγώ. Ο Γιάννης ήθελα να πάει κάπου να κάνει ένα μπάνιο να φύγει η μυρωζιά, εννοώντας πιθανότατα την μυρωδιά, από πάνω του. Πόσα κάνει ένα ξενοδοχείο φίλε μου; Τον ρωτώ. Ζε-ζε-ζεκαπέντε ευρώ, μου απαντά. Του τα δίνω. Αμέσως έκανε μια απότομη κίνηση, σαν αυτές που κάνουν τα μικρά παιδιά όταν τους παίρνεις σοκολάτα, τέντωσε τα χέρια και με αγκάλιασε. Έβλεπε τα λεφτά σαν να έβλεπε ολόκληρη περιουσία. Ίσως αυτά τα λίγα λεφτά για τον Γιάννη εκείνη την ώρα, να ήταν (η) ολόκληρη περιουσία (του). Αποχωριστήκαμε, και ο Γιάννης πάλι με μια απότομη κίνηση, τέντωσε τα χέρια και μου βροντοφώναξε μου μια συμβουλή: να προσέσεις με τη μηχανή τσαι να μην τρέσεις… Τότε, ένοιωσα, όλως περιέργως, σαν μικρό παιδί που του παίρνουν μια σοκολάτα. Γιάννη, θα προσέχω εγώ. Εσένα δεν ξέρω ποιο κράτος θα σε προσέξει. Το κράτος του Θεού ή το κράτος του Παπανδρέου;


Εμπειρία 4η: σταματάω σε φανάρι. Οι μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, είχαν κλείσει έναν δρόμο ακριβώς δίπλα μου. Μια γιαγιά προσπαθεί με ένα «πι» να περάσει τη διάβαση. Αναρωτήθηκα, αν θα τα καταφέρει τελικά η γιαγιά ή αν θα έχει σωριαστεί καταμεσής πριν ακόμα ανάψει πράσινο... Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη σκέψη μου και ένα παλικάρι από τους μπάτσους, γουρούνια, δολοφόνους, την πιάνει αγκαζέ και την βοηθά να περάσει απέναντι.


Αναρωτήθηκα: άραγε αυτό το παλικάρι, που του αξίζει ένα μπράβο για αυτήν του την ευγενική συμπεριφορά, είναι δυνατόν να έχει πετάξει δακρυγόνα, να έχει χρησιμοποιήσει το γκλόπ του έναντι διαδηλωτών και να θέλει να φιμώσει κάθε δημοκρατική προσπάθεια αντίστασης απέναντι στο κράτος; Δεν είχα χρόνο όμως να σκεφτώ την πιθανή απάντηση, καθώς είχε ανάψει ήδη πράσινο φως, όπως αυτό που ανάψαμε στις τελευταίες εκλογές σαν κοινωνία στο ΠΑΣΟΚ, που μας πούλαγε φούμαρα ότι λεφτά υπάρχουν!


Εμπειρία 5η: Ξαναπερνάω από γνώριμα στενά της γειτονιάς του Ιπποκράτη. Περπατάω και θυμάμαι το άγχος και τις αγωνίες εκείνης της εποχής που ήμασταν ακόμα φοιτητές. Τώρα όλα έχουν αλλάξει, όλα έχουν παγώσει, όλα κινούνται σε πιο ανιαρούς ρυθμούς. Τώρα έχουμε γευτεί λίγο από την πραγματικότητα, που ουδεμία σχέση έχει με ό,τι μας λέγανε τότε που ήμασταν ακόμα φοιτητές. Ξαφνικά ακούω το όνομά μου από το πουθενά. Όλα έχουν αλλάξει; Ευτυχώς, όχι… Κάποια πράγματα έχουν μείνει το ίδιο, όπως ένα μαυροκόκκινο κινητό, ένα πανέμορφο βλέμμα, μια ντροπαλή φατσούλα, ένα καθαρό χαμόγελο. Ευτυχώς δεν έχουν αλλάξει όλα. Κάποια φωτεινά πράγματα έχουν μείνει το ίδιο σε τούτα τα απολιθωμένα και σκοτεινά μέρη.