Ο Καραγκιόζης Έλληνας και ο Έλληνας Καραγκιόζης



Βγαίνεις και λες αυτά. Οκ, άποψή σου, να την σεβαστώ. Βέβαια, διαφωνώ ριζικά. Και μιας και αναφέρθηκες σε πληγές, άρα μπαίνεις στα δικά μας ιατρικά χωράφια, να σου υπενθυμίσω ότι σε μια ολοκληρωμένη θεραπευτική προσέγγιση παίζει κεντρικότατο ρόλο η αιτιολογική θεραπεία, και όχι μόνο η συμπτωματική.

Κοινώς: αν θες να ρίξεις τον πυρετό απ' τον οποίο ψήνεται ο άλλος, είναι το μόνο εύκολο σήμερα. Για να μην ξανανέβει όμως ο πυρετός (και μαζί και το αίμα στο κεφάλι), οφείλεις να βρεις το λόγο που ανέβηκε ο πυρετός.

Ακόμα πιο κοινώς (για περί αυτού πρόκειται, δηλ. περί ενός πολύ κοινού ανα-θέματος, που αφορά και αγγίζει όλους μας): ο πυρετός είναι ένας δείκτης, ένα σινιάλο, ένα σήμα του πολύπαθου οργανισμού ότι κάτι πάει στραβά. Εσύ, ως σοβαρός (μουσικός) θεραπευτής, οφείλεις να αντιληφθείς αυτό το σήμα τι κρύβει και να κατευθυνθείς προς την αιτία. Όλα τα άλλα είναι κομπογιανίτικα και καραγκιοζίστικα πράγματα.


Κάποτε όμως, δεν ξέρω αν θυμάσαι, είχες πει αυτά:

"Σαν τον Καραγκιόζη"
Στίχοι, Μουσική, Ερμηνεία:
Σαββόπουλος Διονύσης


Κείνο που με τρώει
κείνο που με σώζει
είναι π' ονειρεύομαι
σαν τον καραγκιόζη

Φίλους και εχθρούς
στις φριχτές μου πλάτες
όμορφα να σήκωνα
σαν να 'ταν επιβάτες

Λευκό μου σεντονάκι
λάμπα μου τρελή
Ποια αγάπη τάχα μας φυσάει
Βάλε στη σκιά σου
τούτο το παιδί
Που δεν έχει απόψε
πού να πάει πού να πάει

Σαν κουκιά μετρώ
τα λόγια του καμπούρη
πίσω απ' το λευκό πανί
μέσα στο κιβούρι

Μα όσο κι αν μετρώ
κάτι περισσεύει
Τρύπια ειν' η αγάπη μας
και δε μας προστατεύει

Λευκό μου σεντονάκι
λάμπα μου τρελή
Κόκκινα αυγά ή καρναβάλια
μέσα από την κάλπη τη στατιστική
Μας κοιτάζει ο Χάρος
και του τρέχουνε τα σάλια

Σαν σκιές γλιστρούν
λόγια και εικόνες
Κάρα σκουπιδιάρικα,
φεύγουν οι χειμώνες
Αν δε ντρέπεσαι
να καθίσεις πίσω
Έλα Ηπείρου κι Αχαρνών
να σε γιουχαΐσω

Λευκό μου σεντονάκι
λάμπα μου τρελή
Ποια αγάπη τάχα μας φυσάει
Βάλε στη σκιά σου
τούτο το παιδί
Που δεν έχει απόψε
πού να πάει πού να πάει




Αλήθεια, Διονύση, που πήγε το
"βάλε στη σκιά σου τούτο το παιδί, που δεν έχει απόψε πού να πάει" ;


Μήπως η απάντηση στο ερώτημα:
"ποιά αγάπη τάχα μας φυσάει;"

είναι
"τρύπια είναι η αγάπη μας και δεν μας προστατεύει" ;


Να δεχτώ ότι οι άνθρωποι αλλάζουμε. Κάποιες φορές λίγο, κάποιες φορές πολύ, και κάποιες άλλες αλλάζουμε ριζικά. Όταν όμως, από την μια άκρη, πάμε στην άλλη, και οι δυο αυτές άκρες απέχουν χαοτικά, τότε κάτι περίεργο έχει συντελεστεί... Τι κάνει τους ανθρώπους να αλλάζουν τόσο; Η φύση τους; Οι συγκυρίες; Η ανάλυση των νεότερων δεδομένων με σκοπό να ταιριάζουν καλύτερα στα συμφέροντά τους; Η ανάλυση των παλαιότερων δεδομέων του πρότερου βίου, που αναδεικνύει το πόσο λάθος θεωρούσαν τα συμφέροντά τους τότε; Άγνωστο, και μαζί αβυσσαλέο το πεδίο των απαντήσεων...


Πώς γίνεται όμως, κάποτε να απλώνεις το δικό σου χέρι να βοηθήσεις, και αργότερα όχι μόνο να το μαζεύεις, αλλά και να κόβεις όλα τα χέρια που σου απλώνονται και ζητούν αυτά τώρα βοήθεια, όπως άλλοτε έκανες εσύ; Είναι μήπως το σύστημα, που σε ενσωματώνει; Και αν ναι, τότε υπήρξε ποτέ Καραγκιόζης, που αντιστάθηκε στο σύστημα και δεν ενσωματώθηκε σε αυτό; Υπάρχει αυτό το μοντέλο ζωής σαν καθημερινή πρακτική; Και αν υπάρχει τι προσφέρει; Και αν προσφέρει κάτι, πώς μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει και να προσφέρει αυτό το κάτι;

Πριν απαντήσουμε όμως αυτά τα ερωτήματα, οφείλουμε να ορίσουμε δύο έννοιες, αρχέγονες, κοσμοϊστορικές και πρωτογονοϊστορικές, ένα δίπολο που σμιλεύει την καταραμμένη ζωή του ανθρώπου από καταβολής, ακόμα, κόσμου. Ένα ταξινομικό δίπολο που, από το πρώτο-πρώτο κιόλας ταξίδι του ανθρώπου, κατά το οποίο περιδιάβαινε την λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου, προερχόμενος από την Αφρική, και κατευθυνόμενος στην Ευρώπη, οράται με το ίδιο δέος μέσα από τα μεγάλα του μαύρα (=καρά) μάτια (=γκιόζ). Το δίπολο αυτό είναι το: σύστημα-Καραγκιόζης.






(Ο Έλληνας Καραγκιόζης)





(Ο Καραγκιόζης Έλληνας)