Yeah, yeah, yeah, yeah, yeah...



Τα ταξίδια έχουν να σου προσφέρουν πολλά περισσότερα από τα ξύδια. Και ας έχουν να λένε οι γεροί πότες, που στα μάτια μου δεν είναι τίποτε άλλο από καπότες! Κοινώς, κοινωνικά προσεκτικότατοι για να μην σπάσουν τα αυγά και διαφοροποιηθούν από το κατεστημένο! Πάντα με προφύλαξη ενάντια στην κοινωνική κατακραυγή… Μπροστά μας λοιπόν, πάλι το δίπολο φύση-πολιτισμός! Και αν τα σκληρά ποτήρια διαλέγουν πολιτισμό, (πανάθεμά μας!), εγώ TsilC, διαλέγω φύση και πάλι φύση!

Και τι φύση! Φύση που ξεκινά από το παρελθόν και πάει προς το μέλλον και από την ανατολή καταλήγει στη δύση. Φύση (μου), ίδια και απαράλλαχτη, σε κάθε γωνιά της γης, σε κάθε γωνιά της ανθρώπινης ψυχής. Ελληνική φύση, σμιλευμένη με τον ιδρώτα και τα δάκρυα άπειρων και άγνωστων ανθρώπων…

Άλλο ένα ταξίδι, που κλώνισε τους νευρικούς μου δεσμούς (ή μήπως δεσμά;). Και όταν πάω κάτι να γράψω, αδυνατώ να τα βάλω σε μια σειρά που να ευσταθούν και να βγάζουν νόημα. Όπως, όταν είσαι μπουκωμένος με τεράστιες ποσότητες φαγητού και προσπαθείς να μιλήσεις, εκτοξεύοντας κομμάτια κατά πάσαν κατεύθυνση, έτσι και οι λέξεις μου, υπερφορτωμένες από νόημα, εμπειρίες και αξία, αδυνατούν να κουβαλήσουν το φορτίο και ατάκτως ειρημένες εκτοξεύονται προς πάσαν χρονική, χωρική και συναισθηματική διάσταση, διασπώμενες και θρυμματιζόμενες. Μήπως αντανακλούν τις ατάκτως γεννημένες σκέψεις του μικρού μυαλού;

Όπως και να ΄χει, θα προσπαθήσω να τις αραδιάσω, όπως τότε που ήμασταν μικροί και βγάζαμε κάθε καλοκαίρι από το πατάρι τα παιχνίδια από εκείνη την τεράστια σακούλα και όλα μαζί τα τουρνοκωλιάζαμε (ιδιωματισμός του τόπου μου) στο έδαφος…

Καβάλα σε μηχανή. Μηχανή του χρόνου, μήπως; Μηχανή με δυο τροχούς. Μήπως με δυο τροχιές, μία γύρω από τον εαυτό μας και μια άλλη γύρω από τον Ήλιο; Εκ-κίνηση και συγ-κίνηση. Όπως και να ‘χει, κίνηση, γύρω στα 180-190 Km/h, ακατέβατα, σταθερά και απολαυστικά. Δρόμος, απέραντος. Φωτεινός, μα και διαστήματα με τούνελ σκοτεινός. Καμιά φορά και βροχερός και κρύος, έτσι για να μας θυμίζει ότι στο τέλος ενός τούνελ δεν ξέρουμε τι θα προβάλλει. Και οι περισσότεροι, αναζητούν το φως στην άκρη του, το φως της ζωοδόχου πηγής, πάνω σε μια ραχούλα. Τα μάτια, εκείνα τα μάτια, κουρασμένα από τις σκιές τόσου δρόμου… Πόσο φως αναζητούν; Τα μάτια της μάνας έχουν ξηραθεί από τόσα δάκρυα, μαζί και η λίμνη, η Ξηρολίμνη, που κάποτε δεχόταν στο βυθό της τόσα όνειρα αμούστακων παιδιών. Παιδιών με τεράστια παράδοση, θεία φώτιση, αστείρευτη στήριξη, μεράκι, προκοπή, φωτεινή κατεύθυνση από φωτεινούς δουλευταράδες. Ένα ολόκληρο γένος συνεχίζει να γεννά αξίες. Μια εικόνα συνεχίζει να στηρίζει ολόκληρη την εικόνα που έχουν κάποιοι για τον κόσμο. Είναι το κοσμοείδωλό τους. Και αν αυτή η Αθηναία, πήγε κάποτε στο όρος Μελά και ξαναγύρισε σε μια κορφή για να ενώσει καημούς και νέα όνειρα, για να σμίξει τις παλιές με τις νέες γενιές, το μυαλό πάει και έρχεται από ραχούλα σε βουνό, από βροχούλα σε καρπό, από παρακλήσεις σε στεναγμό. Όμως πίσω, ή καλύτερα μέσα, σε αυτά τα βουνά κρύβεται ένα τόσο φωτεινό χαμο-γέλιο. Χάμο- από τον τόσο κρόκο που έχει ανθίσει στα ροζιασμένα χέρια που έσκυβαν χάμω και χάιδευαν τη γης… Από τόσα όνειρα που λύγισαν και έδωσαν τη θέση τους σε άλλα μικρότερα, τα οποία υπόσχονται ότι θα γίνουν πραγματικότητα με δύναμη όμοια με αυτήν που ένα παιδί, κρατώντας ένα νεροπίστολο, πιστεύει ακράδαντα ότι θα νικήσει τους κακούς αυτού του κόσμου… Μετά έρχεται η εξήγηση. Που δεν απέχει πολύ από την παρεξήγηση. Και μετά το φιλί. Ή μάλλον τα φιλιά. Γιατί ένα φιλί ποτέ δεν είναι μόνο του, προηγούνται αυτού τα επιθυμητά φιλιά και το ακολουθούν τα βασανιστικά φιλιά της ανάμνησης. The basic in this life is to be able to change the basics in your life… Χαμένοι στην μετάφραση; Δεν νομίζω. Προσδοκίες ενός wonna be doctor και αμφιβολίες ενός wonna vgei doctor… Τηλέφωνο και είναι εκεί. Λίγα μέτρα από τον πεζόδρομο, ο οποίος διέπεται από πεζότητα και πεζούς. Αυτή όμως, εκεί, αέρινη, παραμυθένια, προβάλλουσα σαν από νούφαρο υγρό, αναδύεται από τη μάζα του κόσμου. Η λεπτότητα του προσώπου και η καθαρότητα της ψυχής, βαραίνουν τόσο τη σκέψη, για το παρελθόν που παρήλθε και το μέλλον που ποτέ δεν ήλθε. Μανιτάρια κεμπάμπ και πειράγματα ανσάμπλ! Και το άγγιγμα κάτω από το τραπέζι, να επιβεβαιώνει πως ό,τι δεν μπορεί να γεφυρώσει ο λόγος, το γεφυρώνει και το στεριώνει ένα χάδι. Γεφύρι. Καστράκι. Ποταμός ξεραμένος. Πάλι ξηρασία. Πάλι όνειρα που σιώπησαν. Και από τη μια όχθη, περνάς στην άλλη. Πόσο δύσκολο είναι; Να 'σου μια χελώνα, να σου θυμίζει ότι με τους ρυθμούς που πας, θα μείνεις εσύ και το καβούκι σου. Φτάνεις όμως πάλι στη γέφυρα και τότε σιωπή. Πόσα μπορεί να πει η σιωπή; Άστο καλύτερα… Βγαίνεις ξανά στη δημοσιά. Ανεβάζεις στροφές στη μηχανή, γιατί στο μυαλό έχεις ρίξει στροφές. Ο αγέρας σε κοπανά εδώ και εκεί. Θες να σε κοπανήσει. Κάποιος επιτέλους πρέπει να το κάνει αυτό, γιατί το αστείο παρατράβηξε. Ανεβαίνεις βουνό. Κατεβαίνεις βουνό. Και άλλος ποταμός μπροστά. Φαίνεται αρκετά Αραχτός ο τύπος… Ξανανεβαίνεις βουνό, αυτή τη φορά, αρκετά ψηλά. Φτάνεις. Αγναντεύεις και Πραμαντεύεις. Ρουφάς αέρα. Δεν χορταίνεις. Ρουφάς ξανά, πιο βαθειά. Μόνο κάτι τέτοιες στιγμές καταλαβαίνεις τους σκληρούς και εθισμένους πότες που θέλουν κι άλλο ποτό, κι άλλο. Αυτοί όμως, άραγε θα καταλάβουν κάποτε τη δική σου μέθη; Στα τόσα μέτρα υψόμετρο, σχεδόν αγγίζεις την πανσέληνο. Οι πηδηχτάδες παράμερα, πηδούν φωτιές και τραγουδούν ρεμπέτικα. Σαν τότε, παλιά με τους αντάρτες. Και το ακέφαλο σώμα του Άρη, να πλανάται κάπου σε εκείνα τα βουνά, κρατώντας το σπαθί σφιχτά. Εσύ έχεις μείνει όμως ακόμια πιο πίσω, στην εποχή του φωτόσπαθου, που είναι ολόκληρη μπάντα μόνο του. Και εκεί στης στροφής την άψη, ακούγεται μια φωνή που μαγικά σε λέει: «Η λογική λέει, ότι δεν υπάρχει λόγος…». Τι (θείο πράγμα) είπες ω ρε θείο; Και ψάχναμε τόσα χρόνια τι διάλο λέει η λογική… Αν η ίδια αυτοαναιρείται, τότε εμείς ας σφαλίσουμε τα μάτια δια παντός. Και όταν τα ανοίξουμε, να δούμε μπροστά την φωτεινή επιγραφή πάνω σε έναν βράχο: «Προσοχή Λύκοι και Αρκούδες». Και τότες, τελετουργικά, να εκτοξευτεί ένας γέροντας αετός, τινάζοντας τα φτερά του από κάθε τι μικρό και γήινο, από κάθε σκόνη των μικρών ανθρώπων και της καθημερινότητάς τους, και να σαρώσει την κοιλάδα με την ανοιχτή αγκάλη του. Και να τραντάξει ένα μελισσολόι που έστεκε βομβίζοντας παράμερα. Και να χαθεί ανάμεσα στα έλατα και στα φεύγατα. Και τότε φεύγεις και εσύ. Νοιώθεις ότι πας στον πραμάδεισο. Όχι, όποιον και όποιον, μα τον σούπερ πραμάδεισο. Βαράει σε λέω δικέ μου, βαράει… Και τότε πετάγεται κάποιος και ταραγμένα αντιφωνεί: «Ε, κρατήσσς, κρατήσς σσε λέω, θα φύγ ίσσα πάν». Φύγε ρε φίλε, μην μας ζαλίζεις τον έρωτα. Τον έρωτα με ένα πόδι, με μια γάμπα τριχωτή που στα ρουθούνια κάποιων, έχει σκυλίσιο άρωμα. Γύρισμα. Όπως λέμε, ξύρισμα. Ξανά στα ίδια. Μα αναπάντεχα, ακούς δυο λέξεις αυτογνωσίας: "νιοράντες" (από το ignorant --> ignorantes --> niorantes) και το "κουτοκερκυραίοι". Λες κάτι είναι και αυτό. Για να δούμε. Τι μπορούμε να πάρουμε από αυτόν τον τόπο; Το ερώτημα όμως νομίζω, είναι άλλο: τι ζητάμε από αυτόν τον τόπο ή και από κάθε τόπο; Τον κανόνα ή only exceptions?

Η απάντηση είναι μία: ζητάμε τη φωνή της συνειδητοποίησης... Αυτή, που θα μας εξηγήσει ότι όλα γύρω μας, είναι ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι ευχαρίστησης. Μια μάχη για ικανοποίηση. Όσο πιο γρήγορα το αντιληφθούμε, τόσο πιο εύκολα θα αναληφθούμε. Πού; Στους ουρανούς; Στα μάτια μας; Στην ψυχή μας; Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει το παιχνίδι, όπως τότε που ήμασταν παιδιά.




"Struggle for Pleasure"
by Wim Mertens