Ω, αλαφροΐσκιωτε, σηκώσου!



Ο σημερινός λόγος περί αυτών των ολιγάριθμων, των διαφορετικών, των στιγματισμένων, που δύσκολα συναντάς και ακόμα πιο δύσκολα τους κατανοείς...

Ο λόγος περί των αλαφροΐσκιωτων! Είναι αυτοί που βλέπουν άλλα πράγματα κοιτώντας την ίδια εικόνα με τους υπόλοιπους. Είναι αυτοί που επικοινωνούν με έναν άλλον κόσμο, μη ορατό, μη συνηθισμένο, μη αναγνωρίσιμο στους πολλούς. Είναι αυτοί που κινούνται σε άλλη διάσταση και παρακινούνται από άλλες δυνάμεις, ανεξερεύνητες ακόμα.

Αλαφροΐσκιωτος, είναι αυτός που βλέπει νεράιδες, ξωτικά, φαντάσματα, αγγέλους και πνεύματα. Είναι αυτός που συνομιλεί μαζί τους. Που ζει μαζί τους. Είναι αυτός που λίγο κοιμάται και πολύ ονειρεύεται. Ονειρεύεται στον ξύπνιο του. Διότι εξάλλου η δεύτερη σημασία της λέξης, αφορά κάποιον που έχει ελαφρύ ύπνο και ξυπνά εύκολα. Αλαφρός+ίσκιος=αυτός που έχει ελαφρύ ίσκιο. Αυτός, που ο ίσκιος του δεν πατά τόσο στη γη, που ξεφεύγει από την μέγγενη της βαρύτητας και ξεκινά για ταξίδι διαστρικό. Αυτός που ο ίσκιος του δεν έχει βάρος, που εξαϋλώνεται και γίνεται πνεύμα, πνοή, νεύμα, ρεύμα και ροή... Είναι κάποιος που παραδίδει εαυτόν και πνεύμα στο κονταροχτύπημα και τη δίνη των κοσμικών δυνάμεων... Είναι κάποιος που δίνει, που δίνεται και τελικά γίνεται καπνός και άυλος μικρός...

Κάποιος που δίνει, που δίνεται... Που βάζει εαυτόν, ως πιο ελαφρύ και ανάλαφρον, πάνω από τον άλλον όχι για να τον ξεπεράσει, αλλά σαν αιγίδα να τον προασπίσει από του συμπαντικού καιρού την μανιασμένη καταιγίδα...

Το ζήτημα των ημερών μας: πώς θα φτάσουμε να ξεπεράσουμε τον εαυτόν μας και να αγγίξουμε τον διπλανό μας; Πώς θα συντονιστούμε και θα συνυπάρξουμε;

«Επόμενον ήτο. Δεν είναι μικρόν πράγμα αυτό, να πάρης την τύχην της ορφανής, για να παντρευθής του λόγου σου. Αλλά πώς να κάμουμε πάλι; Πώς να ζήση κανείς; Ζωή είναι αυτό, πόλεμος είναι. Το να φθάση τις εις την τελειότητα, να προτιμά άλλον από τον εαυτό του… είναι ως να αποφασίση να μη ζήση εις τον κόσμον αυτόν. Είναι ως να πάη να πνιγή μοναχός του. Ψηλώνει ο νους του ανθρώπου να το συλλογίζεται. Του έρχεται να πάρη τα όρη – τα βουνά.»

(απόσπασμα από το διήγημα του αξεπέραστου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, "Οι Ελαφροήσκιωτοι")


Του έρχεται να γίνει αλαφροΐσκιωτος λέω εγώ και αρχίζει να σφυρά κλέφτικα και ακαταλαβίστικα...


«Τους έλεγαν ολίγον ‘ελαφροΐσκιωτους’, αλλ’ αυτοί δεν εφοβούντο τα στοιχειά. Είναι αληθές, ότι οι ίδιοι διηγούντο πολλάκις, ότι έβλεπαν εξωτικά πράγματα, αλλ’ ωμίλουν με φιλόφρονα γλώσσαν περί φαντασμάτων. Δεν τους κατέτρεχαν, δεν τους έκαμναν κακόν. Είχαν φιλικάς σχέσεις μεταξύ των. Ο Άγαλλος διηγείτο πολλάκις, ότι είχεν ιδεί νεράιδας με τα μάτια του, ότι του είχαν ομιλήσει, αλλ’ αυτός εφυλάχθη καλώς να τους δώση απάντησιν, γνωρίζων ότι είχαν την δύναμιν ‘να του πάρουν την μιλιά του’. Μίαν φοράν πάλιν, παρουσιασθείσα προς αυτόν, όταν ήτο παιδί, εις τον μύλον του πατρός του, η Μοίρα του, του είχε δώσει με τη χείρα της εν φλωρίον. Το εβεβαίου, και είχε ακόμη το φλωρί και το εδείκνυε. Μη νομίση τις, ότι ήτο απατεών, ότι δεν επίστευεν ο ίδιος ό,τι έλεγε. Τουναντίον. Το επίστευε με τα σωστά του.»

(απόσπασμα από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, "Οι Ελαφροήσκιωτοι")


Τυχερός ο αλαφροΐσκιωτος; Πολύ, θα έλεγα... Όλη μέρα τον τριγυρίζουν κατάξανθες νεράιδες και τον μαυλίζουνε χρυσόφρυδες γοργόνες, τον λούζουν πνεύματα μαγικά και του σιγοψιθυρίζουνε στοιχειά υπερφυσικά...


Καὶ πῆρα στῆς χρυσόφρυδης
τὰ γόνατα τὸ ἀλάφρωμα
τοῦ ὀνείρου· κ᾿ ἦταν ξάστερο
τὸ κρύο γλαυκὸ ἀπὸ πάνω μου,
ἤτανε γύρα μου ὁ γιαλὸς
κι ὁ οὐρανὸς καὶ τὰ βουνά,
καὶ μέσα μου· κι ἀρχίνησε
βαθιὰ ἡ καρδιὰ ν᾿ ἀλλάξει,
ποὺ ἄκουσα ξάφνου τὴ βροντὴ
τὴ γνώριμη ποὺ ἐκύλησε,
κ᾿ εἶπεν: «Ὦ ἀλαφροΐσκιωτε,
σηκώσου· ἐσὺ τὸ σάρκωσες
τὸ τάμα - καὶ καρδιὰ καὶ νοῦς -
κ᾿ ἐσὺ τό ῾χεις ἀδράξει.
Ποιὸς ἀντρειωμένος θὰ στηθεῖ
καὶ θὰ τὸ δέσει ὁλόφωτο
σὲ Λόγο καὶ σὲ Πράξη;»
Καὶ ξύπνησα. Μοῦ φάνηκεν
ὅλος σὰν πνέμα ὁ οὐρανός,
κι ἀπάντησα: «Τὴ γέννα μου,
στὰ κρύα βουνὰ τὴν κήρυξες
καὶ στὴ μεγάλη πλάση.
Ἂν εἶμ᾿ ὁ ἀλαφροΐσκιωτος,
καὶ μέσα μου ἡ ἀστροφεγγιὰ
τῆς γῆς ἔχει γελάσει,
κράξε· ἀλαφριά, ὦ πανάρχαιον
αἰώνιον πνέμα, μέσα μου
ἀκόμα εἶν᾿ ἡ ὁρμή μου·
μὲ τὴ ζωὴ ἂν μὲ μάγεψες
καὶ μὲ καλεῖς ψηλότερα,
ἐδῶ εἶναι τὸ κορμί μου!

------

Θέλω ν᾿ ἀφήσω τὴ βαθιὰ
κι ἀνάλαφρη λαχτάρα
κλήρα σ᾿ ἀσύγκριτον ὑγιό,
ἢ νὰ τοῦ ρίξω ὡς κεραυνὸ
στὴ σάρκα μία κατάρα,
καὶ νὰ τοῦ πῶ: «Σφίξε καλὰ
τὴ ζώνη, ἀλαφροπάτητος
νὰ γένεις, καὶ τριγύρα σου ὅλ᾿ ἡ φύση,
στὴ βούλησή σου ὁλόφωτη,
θὲ νά ῾ρτει, ἄκρατη λεβεντιὰ
τὴ σάρκα νὰ σοῦ ντύσει·
καὶ τὸ κορμὶ στὸ λογισμὸ
θ᾿ ἀδρώσει, γιὰ νὰ ζήσει
σὰ θὰ ριχτεῖ στὸ πάλεμα,
στὸ ἀντρίκειο χαροπάλεμα,
τὶς τραχιὲς γνῶμες μ᾿ ἀλαφρὴ
καρδιὰ γιὰ νὰ ζυγίσει.
Κι ὡς στήσεις παντοδύναμα
στὴ γῆ ἱερὴ τὰ χέρια,
στὴ νίκη καὶ στὸ λύτρωμα,
θὰ σοῦ χαλκέψω ἐγὼ φτερὰ
κι ἀπὸ τὸν ἥλιο ἀσύντριφτα,
γιὰ ν᾿ ἀνεβεῖς, κι ἀγνάντια του
νὰ ὑψώσεις τὴν ἀδάμαστη
καρδιά μου μὲς στ᾿ ἀστέρια !»

(απόσπασμα από το πανέμορφο και χρυσοστόλιστο ποίημα «Η Χρυσόφρυδη» της συλλογής «Ο Αλαφροΐσκιωτος» του Άγγελου Σικελιανού, 1907)


Τι σόι πράμα είναι αυτά τα πλάσματα; Δεν μπορείς να τα δεις, αν δεν συγγενεύεις μαζί τους... Δίνουν γεύση από έναν άλλον κόσμο, από ένα παράλληλο σύμπαν. Και αν αναλογιστούμε τους φυσικούς που λένε ότι πιθανόν να υπάρχουν μέχρι 11 ή και περισσότερες διαστάσεις στο σύμπαν, δεν αποκλείεται κάπου ανάμεσα σε όλες εκείνες τις διαστάσεις που αδυνατούμε εμείς οι κοινοί θνητοί να δούμε, να ζουν αυτά τα πλάσματα που μας περιγράφουν οι αλαφροΐσκιωτοι.

Τι γίνεται όμως αν ποτέ, κατά λάθος, συναντήσουμε και εμείς τέτοια πλάσματα; Πώς άραγε θα τους συμπεριφερθούμε;


"Καθρέφτης"
Στίχοι, Μουσική, Ερμηνεία:
Αλκίνοος Ιωαννίδης