Διαζύγιο...



Δεν έχω διαβάσει άλλη φορά βιβλίο, που να νοιώθω ότι περιγράφει τόσο βαθιά ένα κομμάτι του εαυτού μου και ότι αποτυπώνει τόσο αποκαλυπτικά το ψυχογράφημά μου, όσο το βιβλίο του Έρμαν Έσσε, "Ο Λύκος της Στέπας", εκδ. Καστανιώτη, σειρά Εικοστός Αιώνας, ημερομηνία έκδοσης 1983 (που τυγχνάνει να συμπίπτει με το έτος γέννησής μου...). Δεν μπορώ παρά να παραθέσω κάποια συγκινητικά αποσπάσματα, τονίζοντας, ότι πλέον η αλλαγή που θα διαβάσετε στο τέλος να επέρχεται στον ήρωα του βιβλίου, τον κύριο Χάρυ, έχει συντελεστεί και σε εμένα τον ίδιο, πρόσφατα. Ο Λύκος της Στέπας μου, είναι πλέον παρελθόν. Δεν ξέρω αν είναι ζωντανός ή όχι, δεν ξέρω αν περιπλανιέται κάπου στις ψυχρές στέπες του νου, ξέρω όμως πολύ καλά, ότι αυτό το άγριο τέρας, πλέον δεν ασκεί πάνω μου την επιβλητική του επιρροή, δεν μπίγει στην καρδιά μου τα κοφτερά του δόντια, δεν με απειλεί... Απελευθερώθηκα και έτσι λυτρώθηκα από την αβάσταχτη προβιά του, χάρη στο χνουδωτό χάδι μιας γοργόνας που την ευχαριστώ ολόψυχα... Σε αυτόν τον Λύκο της Στέπας, αν ζει ακόμα, έχω να του ευχηθώ ένα μόνο: ολόθερμα καλή τύχη στο ψυχρό κλίμα της αναζήτησής του...


«Όσο για τον κόσμο ολόγυρά του και τους άλλους ανθρώπους, δεν έπαψε ποτέ μέσα στην ηρωική και ειλικρινή του προσπάθεια να τους αγαπήσει, να είναι δίκαιος μαζί τους και να μην τους κάνει κακό, επειδή η ‘αγάπη για τον πλησίον’ ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα του όσο και το μίσος για τον εαυτό του. Κι έτσι, ολόκληρη η ζωή του ήταν ένα παράδειγμα πως η αγάπη για τον πλησίον δεν είναι δυνατή χωρίς την αγάπη για τον εαυτό και πως η αυτοπεριφρόνηση είναι το ίδιο πράγμα με την εγωπάθεια και φέρνει στο τέλος, την ίδια σκληρή απομόνωση και απελπισία».

«Ένας λύκος της στέπας που είχε χάσει το δρόμο του και περιπλανιόταν άσκοπα μέσα στις πολιτείες και τη ζωή τη αγέλης - δεν θα μπορούσε να βρεθεί πιο χαρακτηριστική έκφραση για τη μοναχικότητά του, την αγριάδα του, τη χωρίς ανάπαυση νοσταλγία του για μια εστία που είχε χαθεί…».

«Τα βλέπω σαν ένα ντοκουμέντο της εποχής μας, γιατί η αρρώστια της ψυχής του Χάλερ, όπως τώρα καταλαβαίνω, δεν είναι η εκκεντρικότητα ενός μοναδικού ατόμου αλλά η αρρώστια της ίδιας της εποχής, η νεύρωση της γενιάς του Χάλερ, μια αρρώστια που απ’ ότι φαίνεται δε χτυπάει μόνο τους ανάξιους και τους αδύναμους, αλλά πιο πολύ εκείνους που είναι δυνατότεροι στο πνεύμα και πλουσιότεροι σε χαρίσματα».

«Είναι μια προσπάθεια να παρουσιαστεί η αρρώστια μέσα από τις πραγματικές εκδηλώσεις της. Είναι κυριολεκτικά ένα ταξίδι μέσα από την κόλαση, άλλοτε φοβερό και άλλοτε θαρραλέο, ένα ταξίδι μέσα από το χάος ενός κόσμου που οι ψυχές του κατοικούν στο σκοτάδι, ένα ταξίδι που έγινε με την ακλόνητη απόφαση του ταξιδευτή να γνωρίσει την κόλαση από τη μια άκρη ως την άλλη, να δώσει τη μάχη του με το χάος και να υποφέρει τα βασανιστήριά της μέχρι το τέλος».

«Υπάρχουν φορές που μια ολόκληρη γενιά παγιδεύεται μ’ αυτό τον τρόπο ανάμεσα σε δυο εποχές, δυο τρόπους ζωής, με αποτέλεσμα να χάνει κάθε δυνατότητα να κατανοήσει τον εαυτό της – δεν έχει κανένα πρότυπο, καμιά ασφάλεια, κανένα κοινό σημείο αναφοράς. Φυσικά, αυτό δεν το νοιώθουν όλοι τόσο έντονα. Μια φύση σαν του Νίτσε υπέφερε τα δεινά της εποχής μας μια γενιά πρωτύτερα. Όσα υπέφερε εκείνος, μόνος και παρεξηγημένος, χιλιάδες τα αισθάνονται σήμερα».

«Εκεί, τα πάντα -βιβλία, χειρόγραφα, σκέψεις- τα ‘χει σημαδέψει η αγωνία ενός μοναχικού άντρα, το πρόβλημα της ύπαρξης και η λαχτάρα για ένα καινούργιο προσανατολισμό σε μια εποχή που έχει χάσει το στίγμα της».

«Πόσο αγαπούσα τις σκοτεινές, γεμάτες θλίψη φθινοπωρινές και χειμωνιάτικες βραδιές, πόσο πρόθυμα ρούφαγα τη μοναξιά και τη μελαγχολία τους όταν, τυλιγμένος στο παλτό μου, περπατούσα ως αργά τη νύχτα με βροχή ή καταιγίδα μέσα στα γυμνά χειμωνιάτικα τοπία, μονάχος και τότε αλλά γεμάτος με μια βαθιά χαρά, γεμάτος με ποίηση που τους στίχους της έγραφα αργότερα στο φως του κεριού καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού μου!»

«Μοναχικότητα θα πει ανεξαρτησία. Αυτή ζητούσα τόσα χρόνια και τώρα την είχα επιτέλους αποκτήσει. Παγερή, βέβαια. Ναι, πολύ παγερή! Αλλά και ήρεμη, εξαίσια ήρεμη κι απέραντη, σαν την παγερή ηρεμία του διαστήματος που μέσα του περιστρέφονται αστέρια και πλανήτες».

«Αυτοί οι άνθρωποι, που η ζωή τους είναι πάντα ανάστατη, ζουν τις σπάνιες ώρες της ευτυχίας τους με τέτοια ένταση και με τόση απερίγραπτη ομορφιά, που ο αφρός των κυμάτων της στιγμιαίας ευτυχίας τους τινάζεται πολύ ψηλά πάνω απ’ την απέραντη θάλασσα της οδύνης τους και η ακτινοβολία του αγγίζει και τους άλλους με τη μαγεία του».

«Μια από τις χαρακτηριστικές τάσεις του Λύκου της Στέπας ήταν το νυχτοπερπάτημα. Το πρωινό ήταν μια μίζερη ώρα για αυτόν. Το φοβόταν και ποτέ δεν του βγήκε σε καλό. Κανένα πρωινό της ζωής του δε βρέθηκε σε καλή διάθεση, ποτέ δεν έκανε κάτι αξιόλογο προτού μεσημεριάσει, δεν είχε ποτέ μια ευτυχισμένη σκέψη στη διάρκεια του πρωινού ούτε και μπόρεσε ποτέ να προσφέρει κάποια ευχαρίστηση στον εαυτό του ή στους άλλους. Καθώς προχωρούσε το απομεσήμερο, άρχιζε σιγά σιγά να θερμαίνεται και να ζωντανεύει και μοναχά όταν ερχόταν το βράδυ γινόταν παραγωγικός, δραστήριος και μερικές φορές, στις καλές του μέρες, έλαμπε από χαρά. Απ’ αυτή την ιδιομορφία του πήγαζε κι η ανάγκη του για μοναχικότητα και ανεξαρτησία».

«Στο αποκορύφωμα όμως της ελευθερίας που είχε αποκτήσει, ο Χάρυ συνειδητοποίησε ξαφνικά πως αυτή η ελευθερία ήταν θάνατος και πως είχε βρεθεί ολομόναχος. Ο κόσμος μ’ ένα παράδοξο τρόπο τον είχε αφήσει στην ησυχία του. Οι άλλοι άνθρωποι δεν τον απασχολούσαν πια. Δεν τον απασχολούσε πια ούτε ο εαυτός του. Σιγά σιγά άρχισε ν’ ασφυκτικά μέσα σ’ αυτή την αραιή ατμόσφαιρα της απομάκρυνσης και της μόνωσης. Γιατί τώρα δεν ήταν πια επιθυμία του και σκοπός του να είναι μόνος και ανεξάρτητος, μα είχε γίνει πια μοίρα του και καταδίκη του».

«Για τους μοναχικούς Λύκους που δε βρίσκουν ποτέ τη γαλήνη, τα θύματα εκείνα της αδιάκοπης οδύνης που η έφεσή τους για το τραγικό είναι αποκλεισμένη και που δε θα μπορέσουν ποτέ να πετάξουν στο έναστρο διάστημα, για εκείνους που νιώθουν μέσα τους το κάλεσμα του απόλυτου αλλά που δεν μπορούν να επιζήσουν μέσα στην ατμόσφαιρά του, γι’ αυτούς είναι φυλαγμένη -με την προϋπόθεση βέβαια, ότι η οδύνη έχει κάνει το πνεύμα τους τραχύ και συνάμα ελαστικό- μια διέξοδος, το χιούμορ».

«Στην πραγματικότητα, ωστόσο, κάθε ‘εγώ’ δεν είναι καθόλου μια μονάδα αλλά ένας πολύπτυχος κόσμος, ένας έναστρος ουρανός, ένα χάος μορφών, καταστάσεων και σταδίων από κληρονομικές δυνατότητες και πιθανότητες. Φαίνεται πως έχει γίνει για όλους μας μια αναγκαιότητα τόσο επιτακτική όσο η τροφή και η αναπνοή να θεωρούμε αυτό το χάος σαν μια ενότητα και να μιλάμε για το ‘εγώ’ μας σαν να ήταν ένα μονοδιάστατο, ολότελα ξεχωρισμένο και παγιωμένο φαινόμενο. Ακόμα κι οι καλύτεροι από μας μοιράζονται αυτή την αυταπάτη».

«Η βαθύτερη μοίρα του τον οδηγεί προς το πνεύμα και το Θεό. Η βαθύτερη λαχτάρα του τον τραβά πίσω στη φύση, τη Μάνα. Η ζωή του αμφιταλαντεύεται τρεμάμενη κι αναποφάσιστη ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο πόλους».

«Εσύ, Χάρυ, ήσουν ένας καλλιτέχνης κι ένας στοχαστής, ένας άντρας γεμάτος ενθουσιασμό και πίστη. Αναζητούσες παντοτινά το μεγάλο και το αιώνιο, ποτέ δε σε ικανοποιούσε το ασήμαντο και το φτηνό. Αλλά, όσο πιο πολύ σε ξύπναγε η ζωή και σε ξανάφερνε στον εαυτό σου, τόσο περισσότερο βάθαινε η οδύνη σου, ο τρόμος κι η απόγνωσή σου, ώσπου σε φτάσαν μέχρι το λαιμό. Και καθετί που κάποτε ήξερες, αγαπούσες και σεβόσουν σαν ωραίο και ιερό, όλη η πίστη που κάποτε είχες για την ανθρωπότητα και το ανώτερο πεπρωμένο της δε σε βοήθησε σε τίποτα, έχασε την αξία της κι έγινε κομμάτια. Η πίστη σου δεν έβρισκε πια αέρα ν’ αναπνεύσει. Κι η ασφυξία είναι δύσκολος θάνατος».

«Την καταλαβαίνω πολύ καλά, όπως και τη δυσαρέσκειά σου για την πολιτική, την αγανάκτησή σου για τις ανεύθυνες φλυαρίες και τα καραγκιοζιλίκια των κομμάτων και των εφημερίδων, την απόγνωσή σου για τον πόλεμο, για κείνον που πέρασε και για κείνον που θα ‘ρθει, την αηδία σου για όλα όσα οι άνθρωποι σκέφτονται, διαβάζουν και κάνουν, για τη μουσική που ακούν, για κείνα που γιορτάζουν, για τη μόρφωση που παίρνουν. Έχεις δίκιο, Λύκε της Στέπας, χίλιες φορές δίκιο – κι όμως πρέπει να σε φάει το μαύρο σκοτάδι. Είσαι πολύ απαιτητικός και πολύ δύσκολος γι’ αυτό τον απλοϊκό, ανέμελο σημερινό κόσμο, που βολεύεται και ικανοποιείται με τόση ευκολία. Έχεις περισσότερες διαστάσεις απ’ όσες χρειάζεται. Σήμερα, όποιος θέλει να ζήσει και να χαρεί τη ζωή του δεν πρέπει να ‘ναι σαν και σένα και σαν και μένα. Όποιος θέλει μουσική αντί για θόρυβο, χαρά αντί για διασκέδαση, δημιουργική δουλειά αντί για μπίζνες, ψυχή αντί για χρυσάφι, πάθος αντί για μελόδραμα, δεν μπορεί να βρει θέση σε τούτο το φτηνό κόσμο μας».

«Ήξερα πως εκατό χιλιάδες πιόνια απ’ το παιχνίδι της ζωής ήταν στην τσέπη μου. Αυτή η φευγαλέα ματιά που είχα ρίξει στο νόημά της είχε κεντρίσει το λογικό μου κι ήμουν αποφασισμένος ν’ αρχίσω το παιχνίδι ξανά. Θα ξαναδοκίμαζα τα βάσανά του γι’ άλλη μια φορά και θα ριγούσα με την ακατανοησία του. Θα ξαναταξίδευα, όχι μόνο μια φορά αλλά πολλές, στην κόλαση της εσωτερικής μου ύπαρξης».


Και αν κάποτε βρισκόμουν σε αυτήν την κατάσταση, της ελπίδας:


"Η τίγρης"
Στίχοι, Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
Ερμηνεία: Ψαραντώνης



Πλέον έχω αποχαιρετίσει αυτό το άγριο πλάσμα οριστικά, ακούγοντας από μακρυά το κάτωθι αγριεμένο του κλάμα να αντηχεί στα ψηλά βουνά της Στέπας, όπου κουβαλά το άδειο του κουφάρι...

"Ζωή μου"
Στίχοι, Μουσική, Ερμηνεία:
Ιφιγένεια Κορολόγου



Πλέον, βρίσκομαι στην φάση της προσπάθειας ένταξης και ενσωμάτωσης...