Μάθημα Οικονομικής Ιστορίας 1: Η παγκοσμιοποίηση του σνόμπ-ing!




Τι σχέση έχουν η Όλυμπος Καρπάθου των περασμένων αιώνων και ο Θορστάιν Βέμπλεν, αμερικανός κοινωνιολόγος και οικονομολόγος, που έζησε και μίλησε για την αμερικανική κοινωνία;

Η απάντηση, όσο και αν αρχικά δεν σας πείθει, είναι απλή: περιγράφουν την ίδια ακριβώς ταξική διαβάθμιση και συμπεριφορά!

Ας παρακολουθήσουμε τις δυο περιγραφόμενες κοινωνίες:

Αρχικά, στην Κάρπαθο, εμφανίστηκε το μοναδικό, για τα δεδομένα της ελληνικής επικράτειας, φαινόμενο του υπερτονισμού της αξίας και της ξεχωριστής θέσης, τωνΚανακάρηδων, δηλαδή των κατά φύλο πρωτότοκων τέκνων κάθε οικογενείας. Δηλαδή, του πρώτου αγοριού από το σύνολο των αρσενικών τέκνων και του πρώτου κοριτσιού από το σύνολο των θηλυκών τέκνων. Αυτά τα άτομα, οι Κανακάρηδες, είχαν πολύ σπουδαία θέση, στην οικονομική, κοινωνική και βιολογική προσέγγιση της τοπικής τους κοινωνίας. Όλα, χωρίς υπερβολή, γίνονταν και προορίζονταν για αυτούς. Περιουσίες, χωράφια, μέσα παραγωγής, μύλοι, ζώα, ιδιωτικές εκκλησιές ακόμα και ειδικές θέσεις στην τοπική Εκκλησία, δημόσια αξιώματα κλπ. Όλη η ζωή κινούταν γύρω από την (αυταπόδεικτη) αξία αυτών των ατόμων, την οποία την αποκτούσαν μόνο και μόνο από τη πρώτη θέση στη σειρά γέννησης των τέκνων, δηλαδή ξεκάθαρα τυχαία! Στην αντίθετη όχθη ήταν οι υστερότοκοι, αυτοί δηλαδή που έπονταν στη σειρά γέννησης (πάλι τυχαία), για τους οποίους, προβλεπόταν το απόλυτο τίποτα, ως ανταμοιβή της ύπαρξής τους! Και κυριολεκτώ. Οι κοπέλες, προορίζονταν να μείνουν άγαμες και να γίνουν παραδουλεύτρες στον οίκο της Κανακαράς αδελφής, ενώ τα αγόρια συνήθως απομακρύνονταν αναζητώντας στην εποχική μετανάστευση ένα καλύτερο μέλλον. Ως εδώ καλά θα μου πείτε. Πού το περίεργο;

Το περίεργο, είναι η εξήγηση αυτής της ιδιαίτερης κοινωνικής δομής. Πώς γίνεται να συμβαίνει μια τόσο φοβερή και ζοφερή απόκλιση μεταξύ των ίδιων των αδελφών και μάλιστα να μην μιλά κανείς για αυτό και οι υστερότοκοι να υπομένουν σιωπηλά και με βεβαιότητα την ορθή διαρρύθμιση των συγγενικών και κατ’ επέκταση κοινωνικών σχέσεων; Πώς γίνεται να δέχεται ένας νέος άνθρωπος να παραμείνει άγαμος και πλήρως αποκλεισμένος, από οικονομικές, κοινωνικές και -τραγικότατο- από βιολογικές δραστηριότητες; Και όμως, εδώ φαίνεται η μαεστρία της κοροϊδίας και της εξοντωτικής εξαπάτησης των κρατούντων, που δεν αναγνωρίζουν (σαν τους πρωτόγονους ή σαν τα ζώα) την αξία των αδελφών τους, αν πρόκειται για τους Κανακάρηδες, ή των παιδιών τους, αν πρόκειται για τους γονείς που τα γέννησαν. Λες και ο κόσμος ξεκινούσε και τελείωνε στους Κανακάρηδες!

Η εξήγηση, λοιπόν, είναι ότι αυτή η κοινωνία δομήθηκε έτσι, ώστε να σκεπάσει και να καλύψει τις ανομίες και την ισχύ της ιθύνουσας τάξης. Της τάξης ολίγων και ισχυρών, που είχαν την φαεινή ιδέα να περάσουν μέσα από την δέσμευση και την «αξία» των συγγενικών σχέσεων, την δική τους εξουσία, έχοντας ως δουλικά όλους τους υπόλοιπους, ασχέτως δεσμών αίματος. Αυτοί, εστίαζαν στη λέξη «δεσμός» και όχι στη λέξη «αίμα». Για όλους αυτούς τους λίγους, μετρούσε πιο πολύ για τον κορεσμό της υλικής και εξουσιαστικής πλεονεξίας τους τα δεσμά με τα οποία έδεναν τα αδέρφια τους, και όχι ότι οι δούλοι τους, ήταν τα αδέρφια από την ίδια μάνα, με τα οποία έφεραν το ίδιο αίμα. Αυτοί οι Κανακάρηδες, δεν ασχολούντο με τίποτε άλλο, παρά την επίδειξη της θέσης τους, του πλούτου τους και της κοινωνικής τους ισχύος. Δεν δούλευαν, γιατί δεν τους επιτρεπόταν να δουλεύουν. Ήταν τα αφεντικά, αλλά χωρίς να το φωνάζουν ή να το αποκαλύπτουν! Οι υπόλοιποι, ήταν οι εργάτες, τα δουλικά, που τους έμελε μόνο ένα ξεροκόμματο και το σκύψιμο του κεφαλιού. Πόσο ευφυές και αποτελεσματικό να εξουσιάζεις κάποιων επειδή τον δένεις χειροπόδαρα με τον ψεύτικο δεσμό της συγγένειας και της οικογένειας… Οι σχέσεις εκμετάλλευσης λοιπόν καλύπτονταν από το (φτιασιδωμένο κοινωνικά) συναίσθημα της συγγένειας και το χρησιμοποιούσαν οι λίγοι προς ενίσχυση της θέσης τους, της ισχύος τους, της τάξης τους και του πλούτου τους.

(οι πληροφορίες για τους Κανακάρηδες, είναι από το εξαιρετικό βιβλίο του Bernard Vernier "Η κοινωνική γέννεση των αισθημάτων - Πρωτότοκοι και Υστερότοκοι στην Κάρπαθο" εκδ. Αλεξάνδρεια, 2001)


Πάμε τώρα και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, στην Αμερική:

«Ο Βέμπλεν, με την περίτεχνη πρόζα του, υποστήριξε την άποψη ότι η αργόσχολη τάξη διαφήμιζε την ανωτερότητά της με υπερβολικές δαπάνες -κραυγαλέες ή διακριτικές- και ότι το σήμα κατατεθέν της -η ίδια η σχόλη- αποτελούσε ακόμα μεγαλύτερη απόλαυση όταν επιδεικνυόταν προκλητικά στα μάτια του κόσμου.

[Ο Βέμπλεν] ασχολείται με τέτοιου είδους ενδελεχή εξέταση της οικονομικής ψυχοπαθολογίας της καθημερινής μας ζωής. […] η κοινωνία των διαφημίσεων και του μιμητισμού ήταν αδύνατο να μην αναγνωρίσει, με κάποια θλίψη, την προσωπογραφία της.

Παρ’ όλο όμως που οι αργόσχολες τάξεις έπαιρναν χωρίς να παρέχουν σε αντάλλαγμα κάποια παραγωγική υπηρεσία, το έκαναν αυτό με την πλήρη έγκριση της κοινότητας. Γιατί αυτές οι κοινωνίες όχι μόνο ήταν αρκετά πλούσιες ώστε να έχουν τη δυνατότητα να συντηρούν μια μη παραγωγική τάξη, αλλά και τόσο επιθετικές ώστε να τις θαυμάζουν. Αντί να θεωρούνται χαραμοφάηδες ή κακομαθημένοι, όσοι ανέρχονταν στις τάξεις των αργόσχολων ήταν αξιοσέβαστοι ως άτομα ισχυρά και ικανά. Σαν αποτέλεσμα, σημειώθηκε μια θεμελιώδης αλλαγή στη στάση απέναντι στην εργασία. Οι δραστηριότητες της αργόσχολης τάξης -η δια της βίας κατάκτηση του πλούτου- κατέληξε να θεωρείται τιμητική και αξιοπρεπής. Ως εκ τούτου, η καθαρή εργασία κηλιδώθηκε, αντιθέτως, από την ταπείνωση. Το μόχθο της εργασίας, που οι κλασικοί οικονομολόγοι πίστευαν ότι είναι έμφυτος στον άνθρωπο, ο Βέμπλεν τον είδε σαν υποβάθμιση ενός κάποτε τιμημένου τρόπου ζωής κάτω από την επίδραση ενός αρπακτικού πνεύματος. Μια κοινότητα που θαυμάζει και εξυψώνει την βία και την κτηνώδη ανδρεία δεν μπορεί να μακαρίζει τον ανθρώπινο μόχθο.

Γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος, στα μάτια του Βέμπλεν, δεν απέχει παρά μια σκιά μόλις από τους βάρβαρους προγόνους του. […] Έτσι, στη σύγχρονη ζωή ο Βέμπλεν είδε την κληρονομιά του παρελθόντος. Η αργόσχολη τάξη είχε αλλάξει ασχολίες, είχε εξευγενίσει τις μεθόδους της, αλλά ο στόχος της εξακολουθούσε να είναι ο ίδιος – η ληστρική αρπαγή αγαθών χωρίς εργασία. […] Ήθελε όμως χρήματα και η συσσώρευση των χρημάτων και η επιδεικτική ή διακριτική τους προβολή έγινε το σύγχρονο αντίστοιχο των κρανίων που κρέμονταν από τις σκηνές. […] Ο απλός λαός επιδίωκε να μιμηθεί τους καλύτερους. Όλοι, από τον εργάτη και τον μεσοαστό ως τον καπιταλιστή, ήθελαν με την επιδεικτική κατανάλωση χρημάτων -και μάλιστα με την επιδεικτική σπατάλη- να καταδείξουν την ληστρική τους δύναμη. […] Οι εργάτες δεν επιζητούν να εκτοπίσουν τα αφεντικά τους, αλλά να τα μιμηθούν. Συμμερίζονται κι αυτοί τη γενική αντίληψη ότι η δουλειά που κάνουν είναι κατά κάποιο τρόπο λιγότερο “αξιοπρεπής” από τη δουλειά των ανωτέρων τους και ο στόχος τους δεν είναι να ξεφορτωθούν μια ανώτερη τάξη, αλλά να ανέλθουν σ’ αυτήν.»

(πληροφορίες από το αριστούργημα του Robert L. Heilbroner "Οι Φιλόσοφοι του Οικονομικού Κόσμου", εκδ. ΚΡΙΤΙΚΗ, 2000)



Δεν ξέρω αν διακρίνεται ομοιότητες στις δυο αυτές προσεγγίσεις των κοινωνικών σχέσεων. Εγώ πάντως, νοιώθω ότι η απομονωμένη κοινωνία στην Όλυμπο Καρπάθου, σκιαγραφείται όσο κανείς άλλος μελετητής της δεν το έχει καταφέρει καλύτερα, μέσα από τα λεγόμενα του κυρίου Βέμπλεν.

Δεν σας κάνει εντύπωση; Πού γνωρίζονταν οι Καρπάθιοι και οι Αμερικάνοι; Πώς είχαν καταλήξει στην ίδια κοινωνική συμπεριφορά όταν προέρχονταν από τόσο διαφορετικές καταβολές; Η απάντηση, πάλι για το μικρό μου μυαλουδάκι, είναι απλή: υπάρχει κάτι κοινό σε αυτές τις κοινωνίες (ενδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο, ότι μάλλον υπάρχει σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες όσο απομακρυσμένες και αν είναι). Αυτό το κοινό, είναι η διάθεση του ανθρώπου να εξουσιάσει με κάθε κόστος τον συνάνθρωπο. Πρόκειται για μια έμφυτη διάθεση, σύμφυτη με τη φύση μας (χρησιμοποιώ στη σύνταξη αυτής της πρότασης το σχήμα της υπερβολής, όπως ακριβώς υπερβολικά χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας το σχήμα της αυτάρεσκης εξουσίας απέναντι στους γύρω μας), που δεν είναι τίποτα άλλο από ένα κατάλοιπο της ζωώδους μας καταγωγής. Κοινωνικός Δαρβινισμός; Όχι. Απλά αναγνώριση ενός ακόμη γνωρίσματος της ιδιαίτερης φύσης μας. Αυτό είμαστε κύριοι: εξουσιαστικά ζώα, που μας ενδιαφέρει μόνο η επιβίωσή μας, ακόμα και αν είναι να πατήσουμε επί πτωμάτων. Ας το παραδεχτούμε επιτέλους. Εκεί ακριβώς πατούν όλοι αυτοί που θέλουν να μας περάσουν εξαναγκαστικά την παγκοσμιοποίηση. Δεν είναι εξαναγκαστική, αλλά εύκολη, διότι έχουμε κάτι κοινό και εύφορο, όπου μπορούν να πατήσουν πάνω του και να χτίσουν το παγκόσμιο οικοδόμημα που επιθυμούν αυτοί οι λίγοι: την υποτέλεια να σκύβουμε το κεφάλι αν πρώτα μας υπνωτίσουν με τις ψεύτικες και κατασκευασμένες επιθυμίες μας. Έτσι, κατορθώνουν να μας δέσουν χειροπόδαρα και ο φύλακας μας που μας εμποδίζει να λυθούμε, είναι ο ίδιος μας ο εαυτός!

Ο μεγάλος, μα και απίστευτα ιδιόρρυθμος, αυτός άνθρωπος, ο «τελευταίος άνθρωπος που γνώριζε τα πάντα», ο κύριος Βέμπλεν, είχε πει:

«Η γυαλάδα στο καπέλο ενός τζέντλεμαν ή σ’ ένα ζευγάρι λουστρίνια δεν διαθέτει περισσότερη ενδογενή ομορφιά από τη γυαλάδα που υπάρχει σ’ ένα φθαρμένο μανίκι»

υποδεικνύοντας να αποδεχτούμε πλέον ανοιχτά και ταπεινά το κριτήριο του σνομπισμού που έχει περάσει στο γούστο μας.

Για τον κύριο αυτόν, κάποιοι άλλοι είπαν:

«Ήταν ξένος, ήταν αντικομφορμιστής […]. Ο κόσμος για τον Βέμπλεν ήταν άβολος και αφιλόξενος. Προσαρμόστηκε σ’ αυτόν όπως ένας ιεραπόστολος προσαρμόζεται σε μια χώρα αγρίων, αρνούμενος να γίνει ένα με τους ιθαγενείς, αλλά διατηρώντας τη μοναδικότητά του με κόστος την τρομακτική μοναξιά».



(ιδού ο κύριος Θορστάιν Βέμπλεν)