Η Χαραυγή έχει τον ήλιο τον αλάνη...



Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου ξενυχτάει.

Το πρώτο μου -συνειδητό- ξενύχτι, ήταν σε πολύ μικρή ηλικία, όταν έκλαιγα ασταμάτητα ένα βράδυ, επειδή δεν μπορούσα να χωνέψω ότι κάποια μέρα θα πεθάνω. Αδυνατούσε να χωρέσει ο νους μου το γεγονός ότι ο κόσμος θα συνέχιζε κάποια στιγμή, χωρίς εμένα και εγώ χωρίς (ε)αυτόν!

Τα επόμενα μου ξενύχτια, ήταν στο σχολείο, ειδικά στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου, όταν λόγω διαβάσματος, θυσίαζα τον πολύτιμο μου ύπνο. Τότε, όμως, είχα ένα όνειρο: να μάθω όσα περισσότερα μπορώ και να εντρυφήσω στη γνώση! Δεν με ένοιαζε ο ύπνος, αλλά η αφύπνιση του πνεύματος!

Πιο μετά, στα πρώτα χρόνια της Ιατρικής, ήρθαν τα ξενύχτια των μεγάλων αναζητήσεων, εις την εσαεί ανοιχτήν, δια τέτοιας προθυμίας, αγκάλην της πλανεύτρας Αθήνας... Στα επόμενα χρόνια και ειδικά στα τελευταία της φοίτησής μου, το ξενύχτι μετατράπηκε πάλη με αναρίθμητους τόμους βιβλίων και στρατιές από χιλιάδες αράδες φαρμάκων, γονιδιακών αλληλουχιών, συμπτωμάτων, εξετάσεων, επιπλοκών, ποσοστών και φυσικά βιβλιογραφικών αναφορών. Σαν να μην έφτανε όλο αυτό, ειδικά στο τελευταίο έτος, πιστός σε μια αρχέγονη παράδοση που θέλει το χωριατόπουλο να ιδρώνει για το χαρτζιλίκι του, πέρασα 8 μήνες, ξενυχτώντας στον 5ο όροφο του ΟΤΕ. Και φυσικά στο καπάκι, σαν ξημέρωνε, καβαλούσα το -τότε- Kawasaki KZ-R και βουρ για τις απανταχού κλινικές στα νοσοκομεία του λεκανοπεδίου. Το καλύτερο ξενύχτι μου πάντως, είτε το πιστεύετε είτε όχι, ήταν όταν έδινα το τελευταίο μάθημα (Ιατροδικαστική), έμεινα εντελώς άυπνος επί 7 συνεχή 24ωρα!

Ακόμα πιο μετά, σαν Αγροτικός Ιατρός και εφημερεύων σε Χειρουργικό ΤΕΠ, ξενυχτούσα, ράβοντας είτε πόδια κοριτσόπουλων ενδυδυμένων ως επί το πλείστον με μίνι, που είχαν σκιστεί (τα πόδια, όχι τα μίνι, μην γίνει καμιά παρεξήγηση!) από τα λογής λογής ποτήρια που έσπαζαν στις λογής λογής μπάρες των παραλιακών κλουπς (clubs) της Μυτιλήνης, είτε χείλη, φρύδια και κρανία αγοριών που είχαν πλακωθεί στις μπουνιές με άλλους μεθυσμένους συνομίληκούς τους, πιθανότατα παλεύοντας για τα πόδια των κοριτσόπουλων που ανέφερα προηγουμένως. Πολλές φορές, σε αυτή τη φάση, είχα αναρωτηθεί, γιατί εγώ ξενυχτάω; Για να πληρώνω τα σπασμένα, όταν κατά τις 4-5 τα ξημερώματα, που ήθελε το κορμί μου να πάει να ισιώσει λιγάκι, ερχόταν το κάθε παιδάκι να μας επισκεφτεί, μιας και το νοσοκομείο μας, είχε τη φήμη του καλύτερου after, εννοώντας φυσικά after των βαρβάτων μπυροκατανύξενων... και να παρέχω ψυχολογική υποστήριξη στην κάθε ραγισμένη από έρωτος, καρδούλα; Και την δική μου την καρδούλα ποιος την φρόντιζε άραγε;

Ακόμα πιο μετά, σαν ειδικευόμενος στο Παθολογικό ΤΕΠ του εδώ μπουρδελονοσοκομείου της Κέρκυρας, ξενυχτάω κάθε 3-4 βράδυ, με στόχο κάθε φορά να ξεπεράσω τον εαυτό μου, και να μην βρίζω περισσότερο από 98765432 φορές το λεπτό! Και ξαναρωτάω τον εαυτό μου: γιατί είπαμε ότι ξενυχτάω όταν τόσοι και τόσοι αυτή τη στιγμή κοιμούνται και εγώ παίρνω κάτι λιγότερα από 4 ευρώ την ώρα; Μήπως για να παίζω πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το θέατρο του παραλόγου; Άμα το ήξερα, θα σπούδαζα ηθοποιός και όχι ιατρός. Έτσι και αλλιώς, πολλοί ιατροί γνωρίζουν από ιατρική όσο και οι ηθοποιοί. Αυτό που εξάλλου μετράει, είναι ο αέρας που έχεις… Μπορείς να πείσεις; Ε, τότε είσαι και η πρώτη ιατρική φίρμα.

Άκρατο ξενύχτι λοιπόν, μαστίζει τη ζωή μου. Τόσο, που πραγματικά αναρωτιέμαι, ώρες ώρες, πού ζω; Στο φως της ημέρας ή στο σκοτάδι της νύχτας; Αν τα περισσότερα χρόνια μου τα έχω περάσει παλεύοντας σαν τυφλοπόντικας στο σκότος, τότε πώς θα δω το καθάριο φως; Ανατρέχοντας στο παρελθόν μου, βλέπω μια εικόνα του εαυτού μου να επαναλαμβάνεται: εγώ, υπό το τεχνητό φως μιας λάμπας, σε τέσσερις τοίχους, τη μια να διαβάζω, την άλλη να προσπαθώ να δουλέψω, την παράλλη να είμαι πάνω από ασθενή με μανταλάκια στα βλέφαρά μου… Δεν μου κάνει εντύπωση λοιπόν, που αυτοί οι κιρκαδιανοί ρυθμοί έχουν απολέσει ρυθμικότητος εδώ και πολλά χρόνια! Όπως, ακολούθως, δεν μου κάνει εντύπωση που οι ορμονική και εν γένει λειτουργία μου, δεν έχει ποτέ δεχτεί τον σεβασμό που τους πρέπει.

«Νους υγιής, εν σώματι υγιή», υποστήριζαν οι παλαιοί.
«Αυτόν τον κόσμο θα τον αφήσουμε ακριβώς όπως τον βρήκαμε, ανόητο, άδικο και κακό» είπαν κάποιοι νεότεροι (Βολτέρος), αγαπητέ μου φίλε Μάνο.

Ποια η ισορροπία όμως, αναρωτιέμαι εγώ; Πώς θα μπορέσει η ψυχή να βγει από το απύθμενο σκοτάδι, όταν μια ζωή γαλουχείται να κυκλοφορεί μέσα στην αχανότητα αυτού, χάνοντας την ηδονή του αντικρίσματος του πρώτου και φρεσκότερου φωτός, όταν χαράζει η ομορφότερη φυσική ομορφιά, που δεν είναι άλλη από την αυγή των βουνών, των φυτών, των θαλασσών και των δασών;


"Όταν χαράζει"
Στίχοι, Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Ερμηνεία: Γιάννης Αγγελάκας




Όταν χαράζει, ο πρώτος στεναγμός
βγαίνει απ' τα πιο σφιγμένα χείλη.
Σαν πεταλούδα στην κάμαρη πετά
ψάχνοντας άνοιγμα να φύγει.

Αν είσαι μόνος, αν είσαι αδύναμος
η χαραυγή θα σε ξεκάνει.
Έχει το μύρο, έχει τη σιγαλιά,
έχει τον ήλιο τον αλάνη.

Καινούρια μέρα, καινούριος ποταμός
στις εκβολές του θα προσφέρει
όσα χαθήκαν, όσα ξεχάστηκαν
κι όσα γι' αυτά κανείς δεν ξέρει.

Πίσω απ' τους λόφους, πίσω απ' τα βλέφαρα
υπάρχει τόπος και για σένα.
Χωρίς Βαστίλη, χωρίς ανάθεμα,
χωρίς τα χείλη τα σφιγμένα.