Συν-τεχνία και Εν-τεχνία


Κάποιες φορές στα μάτια μου αναπαράγεται το ίδιο δίπολο: αυτό των εμπ(ει)ριστών και αυτών των αναζητητών. Δίνω κάποια παραδείγματα προς εξήγησιν: 


Νοσοκόμος ή νοσηλευτής τμήματος επειγόντων περιστατικών (ΤΕΠ) VS ιατρός ΤΕΠ: 

Ο πρώτος, βλέπει κόσμο μπόλικο να περιμένει απ' έξω, πιάνεται από μια κουβέντα που του λέει ο ασθενής (π.χ. το στομάχι μου) και βγάζει αμέσως συμπέρασμα: "παθολογικό περιστατικόν γιατρέ!". Η εμπειρία του, σημαντική, αλλά όχι και σημαινόμενη, καθώς αναπαράγει άκριτα ένα και μόνο μοτίβο που του έχει προσφέρει η απλή παρατήρηση και εναλλαγή των ανθρώπων-ασθενών. Βάζει εύκολα ταμπέλες διαχωρισμού (παθολογικό-χειρουργικό, επείγον-μη επείγον, υστερία ή ΝΦΔ) και είναι αυτός καλά και εμείς... χειρότερα. Διότι, το καλύτερο δεν σας το είπα. Αυτή η ράτσα, των εμπειριστών νοσοκόμων αβέβαιης προέλευσης και νοσηλευτών των ΤΕΠ, που αυτοθεωρούνται πρώτης γραμμής, άρα και πρώτης ποιότητος, μαχόμενοι πάροχοι υγείας, προτάσσουν τη δική τους πολυετή εμπειρία της καθημερινής τριβής με την ανθρώπινη αρρώστια, για να σου επιβληθούν εσένα μικρέ και ασήμαντε ειδικευόμενε, που δεν ξέρεις και τώρα ξεκινάς... Και άντε, εσύ λοιπόν, να αντισταθείς σε τόσα χρόνια εμπειρίας που κουβαλά κανείς στην πλάτη του με τις απλές θεωρητικές σου γνώσεις. "Μεγάλε", σου λέει ειρωνικά, καθώς εσύ είσαι ο μικρός της υποθεσης, "άλλο οι ιδέες και άλλο η πράξη, άκου με που σου λέω, τον παλιό!". Πώς, γίνεται όμως αυτός ο παλιός, να έχει πάντα τα ίδια χαρακτηριστικά, ήτοι μια κοιλάρα να!, βραδυκίνητος (τα ζώα μου αργά λέμε…) και το όνομά του να ξεκινάει από "Σ"; (Στη Μυτιλήνη λεγόνταν κυρ-Σπύρος, στην Κέρκυρα κυρ-Σαββανής και στην Καστοριά κυρ-Σταύρος... Ομολογώ ότι τα κριτήριά επιλογής τους είναι πολύ αυστηρά και πρωτυποποιημένα. Αυτό θα πει σύστημα!). 

Ο δεύτερος, βλέπει τον κόσμο πίσω από το προφανές (π.χ. το στομάχι που δείχνει ο άρρωστος, μπορεί να είναι από μια σκωληκοειδίτιδα, ή μια προστατίτιδα, μέχρι ένα έμφραγμα), δεν μένει σε μια μόνο έκφραση, σε μια μόνο εικόνα, σε μια μόνο λέξη. Οφείλει να αναζητήσει την άκρη του κουβαριού και κατόπιν να το ξετυλίξει προσεκτικά για να μην σπάσει. Για αυτό, ο ιατρός οφείλει να είναι και ολίγον τι από ανθρωπολόγος, ενώ ο νοσοκόμος το μόνο που οφείλει να είναι, είναι νταβραντισμένος… 


Επιμελητής ιατρός (ειδικευμένος δηλαδή) VS ειδικευόμενος ιατρός: 

Ο πρώτος, διατυμπανίζει ότι έχει τεράστια εμπειρία. Την εξαργυρώνει για να δίνει οδηγίες και θεραπείες από το σπίτι του ή στην καλύτερη των περιπτώσεων από το τηλέφωνο. Έτσι, αφήνει με τεράστια «εμπειρική» ευκολία κάποιον ασθενή να φύγει και να πάει σπίτι του και… ο Θεός βοηθός, απολαμβάνοντας τον τίτλο τιμής του ικανού και του ειδικού.

Ο δεύτερος, διατυμπανίζει ότι δεν έχει καθόλου εμπειρία και ότι θέλει να μάθει. Προσκρούει όμως στις τηλε-φωνικές οδηγίες και εξ αποστάσεως (τηλε-) κρίσεις (κάθε είδους) και διαγνώσεις. Κοινώς, πέφτει πάνω σε τηλε-μαλακίες… Υπάρχει όμως κάτι ακόμα χειρότερο! Να ακούει και να βλέπει αυτές τις εμπειρικές μαλακίες να σκάνε ακριβώς δίπλα του, όταν για παράδειγμα ο επιμελητής ιατρός εξετάζει τον ασθενή και αποφασίζει μέσα σε τρία λεπτά για το πρόβλημα που τον έκανε να αναζητήσει ιατρική βοήθεια. Μιλάμε για γέλια, για να μην πω για κλάματα (και μας πουν και ευσυγκίνητους ή ρομαντικούς…). Έτσι, μένεις μόνος να απολαμβάνεις το ανατριχιαστικό θέαμα του αβοήθητου ασθενούς, που δεν καταλαβαίνει τίποτα (ποιά γλώσσα του μιλάνε;) και που είναι να απορεί πού έμπλεξε ρε γαμώτο...


Αστρολόγος VS Αστρονόμος: 

Ο πρώτος μένει στην εμπειρική και βιωματική επαφή με τα φαινόμενα, πιστεύει όλα όσα τα μάτια του βλέπουν, αγνοώντας και -πολύ περισσότερο- αδιαφορώντας για όσα δεν βλέπει. Καταπιάνεται μόνο με το αποτέλεσμα, χωρίς να εννοεί τη διαδικασία και το μηχανισμό. Φαντάζεται πράγματα και καταστάσεις αναπόδεικτες, μυστικές, που δεν μπορούν να μοιραστούν και έτσι να διαδοθούν, που δεν μπορούν να εξηγηθούν με τη λογική. 

Ο δεύτερος δεν μένει στις τρεις διαστάσεις που αντιλαμβάνονται οι πεπερασμένες αισθήσεις μας, αλλά αναζητούν τον τρόπο, το γιατί και το πώς, κάθε φαινομένου. Δεν στέκονται μόνο σε αυτά που βλέπουν, αλλά προσπαθούν να χτίσουν έναν κόσμο αόρατο, εννοώντας ότι υπάρχουν και πολλά άλλα που δεν φτάνουν τα μάτια μας. Είναι οι λεγόμενες κοσμοθεωρίες, είναι η 4η διάσταση και πολλά άλλα συναρπαστικά. Είναι τελικά, αυτή η πραγματική μαγεία (με την έννοια της αποκάλυψης των απόκρυφων και όχι της απόκρυψης των φανερών) που ενθουσιάζει τον ανθρώπινο νου και ωθεί παραπέρα, που παραδειγματίζει και που εμπνέει. 


Ιστορικογράφοι VS Ιστορικοί: 

Οι πρώτοι, οι Ιστορικογράφοι, απλά γράφουν με σκοπό να κατευθύνουν. Εξιστορούν ωσάν να παραθέτουν, αδιαφορώντας για τη φυσική σύνδεση και έτσι επεξήγηση των γεγονότων, αδυνατώντας να ερμηνεύσουν τις αιτίες και τα αποτελέσματα. Αρκούνται σε αυτά που θέλουν να πετύχουν και χρησιμοποιούν την Ιστορία ως μέσον για πραγμάτωση των συγχρονικών τους σκοπών, εξυψώνοντας στη συνείδησή τους, την αξία του παρόντος. Χρησιμοποιούν τα πάντα παραλλάσσοντάς τα, κατά το δοκούν, για να φτιάξουν το ψευδεπίγραφο του δικού τους παρόντος. Μόνο αυτό μετράει, το τώρα. 

Οι δεύτεροι, οι Ιστορικοί, διαβάζουν αυτά που οι άλλοι γράφουν. Και όταν λέμε οι άλλοι, εννοούμε εκείνοι (οι παλιοί έως πανάρχαιοι) για τους οποίους γίνεται η ιστορική αναφορά. Συνεπώς, βουτούν βαθειά στα νερά της Ιστορίας, γυρίζουν πίσω, αναδιφούν, ξεσκονίζουν όσα η άχρονη σκόνη έχει αγκαλιάσει στο διάβα των αιώνων. Μα το κυριότερο είναι άλλο. Προσπαθούν ασταμάτητα να εξηγήσουν αυτά που διαβάζουν, να τα τοποθετήσουν στο κοσμικό παζλ, να ερμηνεύσουν την αλληλουχία των γεγονότων, τις αιτίες των φαινομένων και κυρίως τα αποτελέσματα των πράξεων. Μέσα από αυτά, θα αφήσουν την παρακαταθήκη τους για το μέλλον, θυσιάζοντας ολόκληρο το παρόν τους. Αυτό που μετράει είναι το αύριο. 




Εκκλησιάζοντες VS Θυσιάζοντες: 

Οι πρώτοι, φέρονται και αυτοπαρουσιάζονται ως οι θυσιαζόμενοι για το δικό μας καλό. Στερούνται, νηστεύουν, τιθασεύουν τα πάθη τους, αυτομαστιγώνονται, για να καταδυναστεύσουν το κακό και να μας δηλωθούν ως οι κοινωνοί του παραδείσου. Φορούν τα μαύρα, για να μη φαίνεται το λαμπρό φαγοπότι και πανηγύρι της σάρκας τους. Θέλουν να δείξουν ότι περνούν μόνοι τους και αβοήθητοι από το δύσκολο μονοπάτι. 

Οι δεύτεροι, φέρνουν και σου παρουσιάζουν ολόκληρη την περιουσία τους και στην αραδιάζουν εμπρός σου για να διαλέξεις ό,τι καλύτερο έχουν και να το πάρεις αγκαλιά στον κόρφο σου ωσάν φυλαχτό να σε φυλάει (αλλά και να σε φιλάει) στους δύσκολους καιρούς. Ξέρουν από δύσκολους καιρούς και αυτοί, ξέρουν από στερήσεις, από πείνα (ή αλλιώς αναγκαστική νηστεία), ξέρουν από παθη-ματα μεγάλα. Ξέρουν όμως και από το καλό και αυτό εκφράζουν όχι με ψεύτικες δηλώσεις αλλά με τις πράξεις τους. Δεν είναι κοινωνοί του παραδείσου, αλλά πολίτες μιας κοινωνίας που θέλει να γίνει παράδεισος. Δεν φορούν μαύρα, όσο χαροκαμένη και αν είναι η καρδιά, αλλά ενδύονται τα χρώματα της φύσης, της χαράς, του χορού των αστεριών. Θέλουν να κρύψουν τον καημό, ως προσωπική μάχη, και θέλουν να φωτίσουν το χορό, ως προσωπική συμμετοχή. Μα το καλύτερο και το κυριότερο είναι άλλο. Σε καλούν και εσένα μαζί.




Αν υπάρχει μια κομβική διαφορά μεταξύ των εμπειριστών λοιπόν και των αναζητητών, είναι ότι οι πρώτοι (οι οποίοι έρχονται πάντα πρώτοι) αποτελούν μια συντεχνία, ενώ οι δεύτεροι (οι οποίοι έρχονται πάντα δεύτεροι, και αυτό μας το έμαθε ο δεύτερος Θερμοδυναμικός νόμος της Εντροπίας, δηλαδή της ενέχουσας ντροπής που διακατέχει αυτούς τους ανθρώπους και τους αποτρέπει από το να γίνουν εμπρηστές των ψυχών, αλλά τους διατάζει να σκύβουν το κεφάλι και να προχωρούν μπροστά ό,τι και αν αφήνουν πίσω τους), μια εν-τεχνία, δηλαδή ενέχουν μια τέχνη: αυτήν της Ζωής. Οι πρώτοι, απέξω και γύρω-γύρω όλοι, ενώνονται σε ένα σώμα που τους προφυλάσσει και τους απαλλάσσει από τις ευθύνες, ενώ οι δεύτεροι γυμνώνονται, ξεστήθωτοι βουτούν μέχρι τον πάτο, εν-τρυφούν στα μυστικά και παραχωρούν απλόχερα το ίδιο τους το σώμα για να χαρακώσει ο χρόνος με βαθειές χαράδρες τα μηνύματά του και να χαράξει αγέρωχα τα άχρονα νοήματά του...