Ε και;



Τι κοινό μπορεί να έχουν το συνέδριο της Ελληνικής Εταιρίας Καρδιολογίας, ο «κατά φαντασίαν ασθενής» του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και μια διάλεξη του Λαϊκού Πανεπιστημίου Καστοριάς με θέμα την «Προφορική Ιστορία»; 

Μια πρώτη επιφανειακή προσέγγιση είναι ότι και τα τρία έλαβαν χώρα στη Μακεδονία (ξακουστή του Αλεξάνδρου η χώρα!). Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τα πράγματα: 

Στο συνέδριο της Ε.Κ.Ε. οι γιατράρες Καρδιολόγοι έλεγαν για εκείνο το φάρμακο και το άλλο και το παρ'άλλο και τις ενδείξεις και τις αντενδείξεις τους. Κάποια στιγμή σηκώνεται ένας και λέει για το οικονομικό σκέλος των φαρμάκων, εξηγώντας ότι αναγκάζονται πολλοί ιατροί δημόσιων νοσοκομείων να συνταγογραφούν πολύ φθηνά και παλαιά φάρμακα (ώστε να μπορεί να τα πάρει ο ασθενής), σε βαθμό τέτοιο που ο τόνος της φωνής τους να διαστρεβλώνει τη λέξη «φθηνά» και να υπονοεί τη λέξη «φθηνιάρικα». Και τότε, εμφανώς ενοχλημένος, ένας μεγαλο-καθηγητής της Καρδιολογίας με παγκόσμια παρακαλώ αναγνώριση, σηκώνεται και λέει: «Δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα. Εγώ, είμαι στον ΕΟΦ, και έχω να σας δηλώσω ότι όταν ζήτησα από την Ψ φαρμακευτική εταιρεία να μου προσκομίσει το φάκελο του προϊόντος τους, μου έστειλαν τον δικηγόρο τους ο οποίος μου διαμήνυσε ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα να ζητάω κάτι τέτοιο, τη στιγμή που σε κάποια άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει εγκριθεί η κυκλοφορία του εν λόγω φαρμάκου. Συνεπώς, είναι παράνομο, ένα κράτος-μέλος της ΕΕ να ζητά το φάκελο του φαρμάκου, όταν την ίδια στιγμή κυκλοφορεί σε άλλη χώρα της ΕΕ. Οφείλει λοιπόν, να το αποδεχτεί – πάει και τέλειωσε.» Και αναρωτιέμαι αγαπητοί μου εγώ ο μικρός ειδικευόμενος που παρευρίσκομαι ανάμεσα σε τέρατα της Καρδιολογίας, τι στον κόρακα κάνουν τελικά εκείνοι οι μεγαλοκαθηγητάδες που συνιστούν και διευθύνουν τον ΕΟΦ; Ποιος θα μας διασφαλίσει από το κάθε επικίνδυνο φάρμακο που εισάγεται και τυχόν παρασκευάζεται χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις ασφάλειας; Νομίζω, όμως ότι έχω καταθέσει την άποψή μου παλαιότερα περί γενοσήμων, οικοσήμων και λοιπών παρασήμων… και το πού πρέπει να αναζητηθούν οι ευθύνες...


Η θεατρική παράσταση του «κατά φαντασίαν ασθενή» με τον Γιώργο Κωνσταντίνου, κλείνει με τη σκηνή που ο ίδιος ο ασθενής αναγορεύεται ιατρός σε μια επίσημη τελετή, ώστε να μην έχει ανάγκη κανέναν άλλο ιατρό και έτσι να έχει -αυτός και όλοι οι άλλοι γύρω του- το κεφάλι τους ήσυχο από τις λογής ασθένειες. Το συναρπαστικότερο όμως, είναι τα λόγια της ορκωμοσίας του νέου ιατρού, που δηλοί ότι θα υπακούει το σινάφι του, θα σκέφτεται μόνο την τσέπη των ιατρών και των φαρμακοποιών και θα μοχθεί πιστά για το πώς θα αυγατίζουν τα φράγκα τους. Έτσι, δειλιάζει να εναντιωθεί με την ιατρική σαβούρα της εποχής, ώστε να καρπωθεί τα οφέλη και την απαστράπτουσα λάμψη της κορων(ίδ)ας των επιστημών… 


Τρίτος σταθμός, μια ομιλία που είχε σκοπό να μας εισαγάγει στην έννοια της νεανίδος επιστημονικής κατεύθυνσης της Ιστορίας που ακούει (και δεν γράφει) στο όνομα «Προφορική Ιστορία». Είναι εκείνος ο κλάδος, που συλλέγει με μαγνητοφώνηση τις μαρτυρίες ζωντανών ακόμα υποκειμένων, οι οποίες αφορούν μια σημαντική περίοδο της Ιστορίας μας, όπως πχ η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η Χούντα κλπ… Πόσο αξιοπιστία μπορεί να έχει ένας τέτοιος τομέας πληροφόρησης; Πόσο αντικειμενική και αξιόπιστη μπορεί να είναι; Πριν βιαστείτε όμως, να απαντήσετε αγαπητοί αναγνώστες, σκεφτείτε μόνο τούτα τα σημεία: η Γραπτή Ιστορία, που (μας τσαμπουνάνε κάποιοι ότι) μαθαίνουμε στα σχολεία, είναι απόλυτα αντικειμενική και αδιαστρέβλωτη; Είναι χωρίς παραλείψεις ή υπεκφυγές; Χωρίς να υποστηρίζει περίτρανα τη θεσμική Ιστορία που θέλει τα ελληνόπουλα να είναι οι παν-ήρωες του κόσμου από τις απαρχές μέχρι σήμερα, ενώ στην πραγματικότητα είναι οι παν-ίβλακες που για να ξεκουνηθούν από τη θέση τους, πρέπει να έρθουν τα πράγματα στο απροχώρητο; Χωρίς πολιτικές επιρροές και χωρίς κατευθυνόμενες παπαροσύνες; 

Η ομιλία έληξε με μια κοινή διαπίστωση, προφορική και γραπτή: «η Ιστορία δεν είναι ποτέ αθώα…». 



Και τώρα η απάντηση στο κουίζ μας. Πολύ καλά καταλάβατε ότι αυτές τις τρεις εκδηλώσεις, που είχα την τιμή να παρακολουθήσω τις τελευταίες μέρες, τις συνδέει μια κοινή διαπίστωση που μου έκανε κλικ όταν τη συνειδητοποίησα: 

Οι κλίκες, (και ειδικά σε τούτη τη χώρα) δεν πεθαίνουν ποτέ.