Φιλοσοφία, Ιστορία και Πολιτική



Η Ιστορία τέμνει την Πολιτική, επειδή ακριβώς η Φιλοσοφία της Ιστορίας και η Ιστορία της Πολιτικής Φιλοσοφίας, ενέχουν το κατεξοχήν ανθρώπινο -αλλά και ανθρωπολογικό- εργαλείο νοηματοδότησης, που δεν είναι άλλο φυσικά από την Φιλοσοφία.

Όταν με άρμα την Ιστορία, προσπαθούμε να διαβάσουμε τα παρελθόντα γεγονότα, και όταν ειδικά μας ενδιαφέρουν τα παρελθόντα πολιτικά γεγονότα, δεν γίνεται να μην αναρωτηθούμε «τι μας προσδίδει» μια ύστερη ανάγνωση των παρελθόντων. Εδώ έγκειται και η σημασία της ίδιας της Ιστορικής Νοηματοδότησης, καθώς το ερώτημα τελικά καταλήγει να είναι «τι μας προσδίδει η ίδια η Ιστορία». Ή με άλλα λόγια, γιατί υπάρχει η Ιστορία, τι κάνουμε με αυτήν, τι εξυπηρετεί;

Ο Χέγκελ στο έργο του Λόγος στην Ιστορία, κάπου στα 1820 μ.Χ. αναγνωρίζει ότι επεξεργάζεται μια φιλοσοφία της Ιστορίας, διακρίνοντάς την από την ‘αρχέγονη’ και την ‘αναστοχαστική’. Η αρχέγονη, είναι εκείνη που ο ιστορικός περιγράφει κυρίως πράξεις και συμβάντα που έχει ο ίδιος ενώπιόν του, τα έχει βιώσει, συμμετείχε σε αυτά και συμμερίστηκε το πνεύμα τους. Παράδειγμα, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, το έργο των οποίων περιλαμβάνει διηγήσεις, ξένες αφηγήσεις, οι οποίες όμως δεν αποτελούν παρά κετακερματισμένο, τυχαίο και παροδικό υλικό. Η αναστοχαστική, από την άλλη, υπερβαίνει ό,τι είναι παρόν για τον ίδιο τον ιστορικό, όχι μόνο χρονικά μα και πνευματικά, με συνέπεια η ιστορία να αναφέρεται στο πραγματικό, πλήρες παρελθόν. Το γεγονός ότι ο ιστοριογράφος δεν μετέχει στο πνεύμα του υλικού του συνεπάγεται πως αποκτούν σημασία τα κριτήρια, οι παραστάσεις και οι αρχές που ο συγγραφέας συγκροτεί. Ο ίδιος ο Χέγκελ, προτείνοντας την φιλοσοφική πραγμάτευση της Ιστορίας, διαφοροποιείται από την αρχέγονη αλλά και την αναστοχαστική προσέγγιση, κατά το ότι αποσκοπεί στην αποκάλυψη του Λόγου μέσα σε αυτήν: «το μοναδικό διανόημα που κομίζει η φιλοσοφία είναι το απλό διανόημα του Λόγου. Ο Λόγος εξουσιάζει τον κόσμο, επομένως και η παγκόσμια ιστορία εκτυλίχθηκε έλλογα».

Ο κύριος Χέγκελ όμως, είναι παιδί της εποχής του Διαφωτισμού, όπου το παν ήταν η Λογική, πέρα από την καθοδήγηση της πίστης και της θρησκείας. Ξεχνάμε βέβαια κάτι σημαντικό: το ίδιο το φαινόμενο της θρησκείας, χρονολογείται από συστάσεως της αυτοσυνειδησίας των ανθρώπων… Δεν μπορεί να μην έχει αφήσει τα κατάλοιπά του! 

«Οι αρχαίοι Έλληνες, ήταν πιο μετριοπαθείς στις ενατενίσεις τους. […] Μια φιλοσοφία της Ιστορίας, θα αποτελούσε αντίφαση όρων για αυτούς. Η Ιστορία κατ’ αυτούς, αποτελούσε πολιτική ιστορία και ως τέτοια, ήταν το κύριο αντικείμενο μελέτης των πολιτικών και των ιστορικών. […] Δεν είναι τυχαίο που χρησιμοποιούμε τις λέξεις ‘νόημα’ και ‘σκοπό’ εναλλακτικά, διότι για μας ακριβώς ο σκοπός συνιστά κατά κύριο λόγο το νόημα. Το νόημα όλων των πραγμάτων -τα οποία είναι ό,τι είναι, όχι εκ φύσεως, αλλά επειδή δημιουργήθηκαν είτε από το Θεό είτε από τον άνθρωπο- εξαρτάται από τον σκοπό. […] Αν συλλογιστούμε πάνω σε ολόκληρη την πορεία της Ιστορίας, φανταζόμενοι την αρχή της και προκαταλαμβάνοντας το τέλος της, αντιλαμβανόμαστε το νόημά της ως ένα έσχατο σκοπό. Ο ισχυρισμός ότι η Ιστορία έχει ένα έσχατο νόημα, εξυπακούει έναν τελικό σκοπό ή στόχο, ο οποίος υπερβαίνει τα πραγματικά γεγονότα. […] Ο χρονικός ορίζοντας ενός τελικού σκοπού, είναι ωστόσο, ένα εσχατολογικό μέλλον και το μέλλον υπάρχει για μας μόνο μέσα από την προσδοκία και την ελπίδα. Το έσχατο νόημα ενός υπερβατικού σκοπού επικεντρώνεται σε ένα προσδοκώμενο μέλλον. Μια τέτοια προσδοκία ήταν εντονότατα παρούσα στους Εβραίους προφήτες. Δεν υπήρχε στους Έλληνες φιλοσόφους. […] Καταλαβαίνουμε το αγεφύρωτο χάσμα που χωρίζει την ελληνική σοφία από την εβραϊκή πίστη. Η χριστιανική και μετα-χριστιανική θεώρηση της Ιστορίας είναι μελλοντιστική και διαστρέφει την κλασσική έννοια του ιστορείν, η οποία αναφέρεται στα παρόντα και στα παρελθόντα. Τότε, το παρελθόν το αναπαριστούσαν ως μια ακατάλυτη υποδομή. Στην εβραϊκή και χριστιανική αντίληψη της Ιστορίας όμως, το παρελθόν είναι η επαγγελία του μέλλοντος. Συνεπώς, η ερμηνεία του παρελθόντος γίνεται αντίστροφη προφητεία, δείχνοντας το παρελθόν ως μια μεστή νοήματος προπαρασκευή του μέλλοντος. Οι Έλληνες φιλόσοφοι και ιστορικοί ποτέ δεν εντρύφησαν στις προσδοκώμενες πιθανότητες του μέλλοντος. […] Δεν υπάρχει στο Θουκυδίδη η παραμικρή διάθεση να αποφανθεί για την πορεία των ιστορικών συμβάντων από τη σκοπιά ενός μέλλοντος που ξεχωρίζει από το παρελθόν ως προς το ότι έχει μια ανοιχτή προοπτική και ένα τελικό σκοπό. […] Η έννοια της Ιστορίας είναι προϊόν του προφητισμού. Αυτό που δεν μπόρεσε να παραγάγει η ελληνική νοησιαρχία το κατάφερε η προφητική αντίληψη. Στην ελληνική συνείδηση, το ιστορείν ισοδυναμεί με την έρευνα, με την αφήγηση και με τη γνώση. Για τους Έλληνες, η Ιστορία παραμένει κάτι που μπορούμε να το γνωρίσουμε γιατί είναι ένα γεγονός, δηλαδή ανήκει στο παρελθόν. Ο προφήτης όμως, δεν είναι λόγιος, είναι οραματιστής. Το προφητικό του όραμα έχει γεννήσει την αντίληψη μας ότι η Ιστορία ουσιαστικά είναι Ιστορία του μέλλοντος. Ο χρόνος γίνεται κατά κύριο λόγο μέλλοντας και το μέλλον, το κύριο περιεχόμενο της ιστορικής μας σκέψης. […] Το μέλλον είναι το αληθινό κέντρο της Ιστορίας.[…] Εμείς σήμερα, ενδιαφερόμενοι για την ενότητα της παγκόσμιας Ιστορίας και την ανοδική πορεία της προς έναν τελικό σκοπό, ή έστω έναν καλύτερο κόσμο, εξακολουθούμε να παραμένουμε στο χώρο του προφητικού και μεσσιανικού μονοθεϊσμού. Εξακολουθούμε να παραμένουμε Εβραίοι και Χριστιανοί, όσο και αν ελάχιστα φανταζόμαστε τους εαυτούς μας ως τέτοιους.»

(αποσπάσματα από σελ. 19-40, «Το Νόημα της Ιστορίας», Καρλ Λεβιτ, εκδόσεις «Γνώση», 2008) 


Συνεπώς, ναι μεν ο κύριος Χέγκελ, προσπαθεί να εκ-λογικεύσει την Ιστορική πραγματικότητα, αλλά αδυνατεί -όπως όλοι μας μετά Χριστόν- να δούμε έξω από το στεγανό πλαίσιο της τελεολογίας (Του). Και αυτή είναι η δική μου απάντηση, στο ερώτημα που είχε θέσει ο δάσκαλος του Χέγκελ, ο Εμμάνουελ Κάντ, όταν έλεγε: «πώς οι μακρινοί απόγονοί μας θα προσπαθήσουν να τα βγάλουν πέρα με το φορτίο της ιστορίας που πρόκειται να τους αφήσουμε ύστερα από μερικούς αιώνες; Χωρίς αμφιβολία θα αξιολογήσουν τα γεγονότα των αρχαιότατων χρόνων που οι πηγές τους θα έχουν από καιρό σβήσει για αυτούς, μόνο από την άποψη εκείνου που τους ενδιαφέρει, δηλαδή του τί οι λαοί και οι κυβερνήσεις δημιούργησαν ή το αν ζημίωσαν την ανθρωπότητα στην κοσμοπολίτικη κλίμακα».


(από το «Ιδέα μιας γενικής Ιστορίας με πρίσμα Κοσμοπολιτικό», Καντ)



Το ίδιο ερώτημα εν συνεχεία, ουσιαστικά διαπραγματεύεται και ο μαθητής Χέγκελ, προσπαθώντας να του προσδώσει τη δική του απάντηση:

«Αλλά ακόμα και όταν ατενίζουμε την Ιστορία ως τέτοιο σφαγιαστήριο, επί του οποίου έχουν θυσιαστεί η ευτυχία των λαών, η σοφία των κρατών και η αρετή των ατόμων, αναγκαστικά ανακύπτει για τη σκέψη το ερώτημα: ‘για τί, για ποιον τελικό σκοπό προσφέρθηκαν αυτές οι φοβερές θυσίες’. Οι νόμοι, οι αρχές, δεν ζουν και δεν ισχύουν άμεσα, αφ’ εαυτών. Η δραστηριότητα που τους ενεργοποιεί και τους δίνει ύπαρξη είναι η ανάγκη και το ένστικτο του ανθρώπου κι ακόμα, η ροπή και το πάθος του. Για να κάνω κάτι πράξη, για να του δώσω ύπαρξη, πρέπει να έχει σημασία για μένα. Πρέπει εγώ να είμαι παρών, να θέλω να ικανοποιηθώ μέσω της επιτέλεσής του –πρέπει να είναι προς το συμφέρον μου. Συμφέρον, σημαίνει, βρίσκομαι εκεί ανάμεσα, είμαι παρών. Ένας σκοπός για τον οποίο πρέπει να ενεργήσω θα πρέπει με κάποιον τρόπο να είναι και δικός μου σκοπός. Πρέπει να τον εκπληρώνω και ως δικό μου σκοπό, ακόμα και αν ο σκοπός για τον οποίο δραστηριοποιούμαι έχει πολλές άλλες πλευρές που δεν με αφορούν. Εδώ συνίσταται το άπειρο δικαίωμα του υποκειμένου να αντλεί ικανοποίηση από μια δραστηριότητα, μια εργασία.» 

Ο κύριος Χέγκελ, καταλήγει ότι «δίχως πάθος, τίποτε μεγάλο δεν επιτεύχθηκε στον κόσμο», τονίζοντας, την ανάγκη να είμαστε παρόντες και όχι απόντες από όλα τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας. Και συνεχίζει ότι «την παγκόσμια Ιστορία μπορεί να γίνει λόγος μόνο για λαούς που ιδρύουν κράτος. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ένα κράτος είναι η πραγμάτωση της ελευθερίας, δηλαδή του απόλυτου τελικού σκοπού – είναι αυτοσκοπός.»

Τι γίνεται όμως κύριε Χέγκελ, όταν αλλάζει λίγο η σειρά των πραγμάτων (αλλά και των γραμμάτων) και το κράτος αυτό, είναι σκέτο… σκοπός, που σε σημαδεύει καθημερινώς με το ντουφέκι της εξουσίας του, στήνοντάς σε στον τοίχο και κατακρεουργώντας σε; Πώς μπορείς να ξεφύγεις; Ποια είναι η αντίστασή σου;

Κατά τον Καντ (επαναλαμβάνω τον δάσκαλο του Χέγκελ), η αντίσταση σε οποιαδήποτε εγκαθιδρυμένη εξουσία, ακόμη και την πλέον τυραννική, δεν συνιστά δικαίωμα. Η ίδια η ιδέα ενός τέτοιου δικαιώματος είναι ασυνάρτητη διότι αντιφάσκει προς την ίδια τη δυνατότητα του δικαίου. 

«Και όταν η εξουσία […] ανέλαβε ολοκληρωτικά τη διακυβέρνηση, για να διοικήσει εντελώς με τη βία (τυραννικά), και τότε ακόμη δεν επιτρέπεται στον υπήκοο να αντιτάξει βία στη βία». Η μη αναγνώριση του δικαιώματος αντίστασης συνεπάγεται ότι καμία επανάσταση δεν μπορεί να είναι νόμιμη. Η εξέγερση είναι μια ανατροπή όλων των πολιτειακών και δικαϊκών σχέσεων άρα κάθε δικαίου. «Μια αλλαγή του κρατικού συντάγματος, η οποία μπορεί ασφαλώς να είναι αναγκαία κατά διαστήματα, μπορεί να λάβει χώρα μόνον από τον ίδιο τον κυρίαρχο μέσω μεταρρύθμισης και όχι από το λαό μέσω επανάστασης, και όταν συμβαίνει μπορεί να αφορά μόνον την εκτελεστική και όχι τη νομοθετική εξουσία». 

Αν θέλαμε να κλείσουμε αυτήν την απόπειρα διερεύνησης της ταυτότητας της Ιστορίας, θα λέγαμε ότι η Ιστορία δεν νοείται και δεν συγκροτείται ξέχωρα από το ανθρώπινο Παρόν. Όπως κάθε προσέγγιση παρελθόντος ή μέλλοντος εφορμάται αναπόφευκτα από το παρόν, έτσι και το νόημα της Ιστορίας βασίζεται στο ποιοι μιλάνε και -κυρίως- μέσα σε ποιο παρόν μιλάνε. Και για να γυρίσουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε, στο σημείο τομής της Ιστορίας και της Πολιτικής, δεν νοείται να μην είναι η Φιλοσοφία παρούσα εκεί που το Είναι του Ανθρώπου νοείται ως Παρόν. Και επειδή δεν νοείται Άνθρωπος χωρίς Παρόν, δεν νοείται τελικά Άνθρωπος χωρίς Φιλοσοφία, και ούτε Άνθρωπος χωρίς Ιστορία ή Πολιτική. Το πώς όλα αυτά ενώνονται υπό το πρίσμα της επιστημονικής ή θεολογικής εξήγησης, είναι κάτι που θα μένει ως ερώτημα, καθώς επιστήμη και θρησκεία τολμούν να απαντήσουν στις ίδιες ανθρώπινες ανησυχίες, με τελείως διαφορετικό βέβαια τρόπο.

«Η κοινή λογική του απλού ανθρώπου και η ένθερμη πίστη του απλού χριστιανού επιθυμούν να απελευθερώσουν τους ανθρώπους από την καταδυνάστευση της Ιστορίας, προτείνοντας μια στάση, είτε του σκεπτικισμού είτε της πίστης. Έτσι, καθιστούν τον άνθρωπο ικανό να την υπομείνει με μια ώριμη καρτερικότητα, είτε με μια προσδοκία γεμάτη πίστη. Η θρησκευτική πίστη διαφέρει τόσο ελάχιστα από τον σκεπτικισμό. […] Ένας άνθρωπος που ζει με τον στοχασμό, έχει τον σκεπτικισμό του -στην κυριολεξία το πάθος της έρευνας- που καταλήγει στο να διαιωνίζει το ερώτημα ως ερώτημα ή στο να απαντά σε αυτό, υπερβαίνοντας την αμφιβολία του με την πίστη».


(Το Νόημα της Ιστορίας, Καρλ Λεβιτ, εκδ. Γνώση, 2008, σελ. 13)








Ξέρουν και δεν ξέρουν πως πράξη είναι πόνος
Και πόνος είναι πράξη. Μήτε ο δράστης υποφέρει
Μήτε ο παθός δρα. Μα κι οι δυο τους είναι δεμένοι
Σε μιαν αιώνια πράξη, μιαν αιώνια υπομονή
Που όλοι πρέπει να παραδεχτούν για να γίνει θέλημα,
Που όλοι πρέπει να υπομείνουν για να το θελήσουν
Για να συντηρηθεί το υφάδι, τι το υφάδι είναι η πράξη
Και ο πόνος μαζί, για να μπορεί να γυρίσει ο τροχός
Κι όμως να μείνει ακίνητος
Για πάντα.

(T.S. Eliot, Φονικό στην Εκκλησιά - μτφρ. Γ. Σεφέρη)