Η ιδέα του φόβου...


Πώς ξεπερνιέται η ιδέα του φόβου; Πώς πολεμάται αυτό το θεριό;


"Έχουµε πολίτευµα που δεν αντιγράφει των άλλων τους νόµους, αλλά πιο πολύ είµαστε εµείς παράδειγµα σε µερικούς παρά µιµητές τους. Κι έχει τούτο το πολίτευµα το όνοµα ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, γιατί δε διοικούν οι λίγοι, αλλά οι περισσότεροι. Κι είναι όλοι οι πολίτες µπροστά στους νόµους ίσοι για τις ιδιωτικές τους διαφορές. Για την προσωπική όµως ανάδειξη και τις τιµές, καταπώς ξεχωρίζει καθένας σε κάτι προτιµιέται στα δηµόσια αξιώµατα, πιο πολύ γιατί είναι ικανός παρά γιατί τον ανάδειξε ο κλήρος. Ούτε πάλι κάποιος, επειδή είναι φτωχός, κι ενώ µπορεί να κάµει κάτι καλό στην πολιτεία, εµποδίζεται απ’αυτήν την ασήµαντη κοινωνική του θέση. Κι όχι µονάχα στη δηµόσια ζωή µας ζούµε ελεύθεροι, αλλά και στις καθηµερινές µας σχέσεις είµαστε λυτρωµένοι από την καχυποψία µεταξύ µας και δεν θυµώνουµε µε το γείτονά µας, αν κάτι καταπώς τον ευχαριστεί, ούτε παίρνουµε απέναντί του το ύφος του ενοχληµένου, πράγµα που µπορεί βέβαια να µην τον βλάφτει, σίγορα όµως τον στενοχωρεί. Κι ενώ στην ιδιωτική µας ζωή δεν ενοχλούµε ο ένας τον άλλο, στα δηµόσια πράγµατα δεν κάνουµε παρανοµίες από εσωτερική προπάντων παρόρµηση, υπακούοντας στους κάθε φορά άρχοντες µας και στους νόµους, ιδιαίτερα σε κείνους απ’αυτούς που έχουν ψηφιστεί για την προστασία των αδικηµένων και σ’ όσους, αν κι άγραφοι, όµως φέρνουν ντροπή αναµφισβήτητη στους παραβάτες.

Αγαπούµε το ωραίο στην απλότητα, αγαπούµε τα γράµµατα χωρίς να καταντούµε µαλθακοί. Τον πλούτο πιο πολύ τον έχουµε σαν ευκαιρία για έργα παρά σαν αφορµή για καυχησιές. Τη φτώχεια του να παραδέχεται κανείς δεν είναι ντροπή. Μεγαλύτερη ντροπή είναι να µην πασχίζει µε τη δουλειά να γλιτώσει απ’αυτήν. Μπορούµε οι ίδιοι να φροντίζουµε για τις δικές µας υποθέσεις και µαζί για τις δηµόσιες και µόλο που καθένας µας είναι απασχοληµένος µε τη δουλειά του, άλλος τούτη άλλος κείνη, δεν είµαστε γι’ αυτό λιγότερο κατατοπισµένοι και στα πολιτικά. Γιατί µονάχοι εµείς αυτόν που δεν παίρνει καθόλου µέρος σ’αυτά τον θεωρούµε όχι φιλήσυχο, αλλά άχρηστο, κι εµείς οι ίδιοι ή κάνουµε ορθές σκέψεις και προτάσεις πάνω στις υποθέσεις της πολιτείας ή, τουλάχιστον, παίρνουµε σωστές αποφάσεις γι’ αυτές, γιατί δε νοµίζουµε πως τα λόγια βλάφτουν τα έργα, αλλά ότι πιο πολύ βλάφτει να µη διαφωτιστούµε πιο µπροστά µε το λόγο για τα όσα πρέπει να κάνουµε. Γιατί και σε τούτο, αλήθεια, ξεχωρίζουµε, ώστε οι ίδιοι και πολύ τολµηροί να’µαστε και πολύ να συλλογιζόµαστε όσα θα επιχειρήσουµε. Ως προς αυτό, στους άλλους η άγνοια φέρνει τόλµη απερίσκεπτη κι η γνώση δισταγµό. Και πιο δυνατή ψυχή δίκαια θα λογαριαστεί πως έχουν εκείνοι που ξέρουν πεντακάθαρα και τα φοβερά και τα ευχάριστα κι όµως γι’αυτό δεν προσπαθούν ν’ αποφύγουν τους κινδύνους. Και στην εκδήλωση φιλικής διάθεσης απέναντι στους άλλους, είµαστε αντίθετοι µε τους πολλούς, γιατί αποχτούµε τους φίλους µας όχι µε το να µας ευεργετούν αλλά µε το να τους ευεργετούµε. Κι είναι ο ευεργέτης φίλος πιο σταθερός, γιατί προσπαθεί να διατηρεί τη χάρη που του χρωστιέται µε τη συµπάθειά του σ’αυτόν που έχει κάµει το καλό, ενώ κείνος που χρωστάει χάρη είναι λιγότερο πρόθυµος, επειδή ξέρει ότι την καλοσύνη του θα την κάµει όχι για να του χρωστούν χάρη, αλλά για να ξοφλήσει χρέος. Και µονάχοι εµείς βοηθούµε άφοβα τους άλλους, όχι τόσο από συµφεροντολογικούς υπολογισµούς όσο από τις άδολες φιλελεύθερες πεποιθήσεις µας. 

Για το άγνωστο της επιτυχίας του αγώνα βασίστηκαν στην ελπίδα, γι’ αυτό όµως που αντιµετώπισαν στην πράξη θεώρησαν χρέος τους να βασιστούν στον εαυτό τους. Και µέσα πια σ’αυτόν τον κίνδυνο προτίµησαν να αγωνιστούν και να πεθάνουν παρά να υποχωρήσουν και να σωθούν, κι έτσι την ντροπή να τους λένε δειλούς απόφυγαν, βάσταξαν όµως τον αγώνα, δίνοντας τη ζωή τους, και πάνω σε µιαν ελάχιστη στιγµή, κείνην ακριβώς που κρινόταν η τύχη τους, γλίτωσαν όχι από το φόβο, πιο πολύ απ’ την ιδέα του φόβου.

Γιατί προσφέροντας όλοι µαζί τη ζωή τους, έπαιρναν ξεχωριστά ο καθένας τον αγέραστο έπαινο και τον πιο λαµπρό τάφο, όχι τόσο αυτόν που κείτονται, όσο κείνον στον οποίο η δόξα τους µένει και µνηµονεύεται αιώνια σε κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται, είτε πρόκειται για λόγο είτε για δράση. Γιατί των µεγάλων αντρών τάφος είναι όλη η γη και σηµάδι της ύπαρξής τους δεν είναι µονάχα η επιγραφή µιας στήλης στην πατρίδα τους, αλλά και στις ξένες χώρες, µες στην ψυχή καθενός. Ζει άγραφη θύµηση, πιο πολύ για την απόφασή τους παρά για το έργο τους. Αυτοί λοιπόν εδώ, αφού σας γίνουν τώρα παράδειγµα και σκεφτείτε πως ευτυχία σηµαίνει ελευθερία και ελευθερία σηµαίνει αντρεία, να µην δειλιάζετε µπροστά στους κινδύνους του πολέµου. Γιατί δε θα ’ταν και τόσο δίκαιο να µη λογαριάζουν τη ζωή τους, όσοι δυστυχούν και δεν ελπίζουν σε κανένα καλό, αλλά όσοι στη ζωή που τους µένει κινδυνεύουν να πέσουν απ’ την ευτυχία στη δυστυχία, και που γι’ αυτούς η διαφορά θα είναι εξαιρετικά µεγάλη, αν συµβεί και αποτύχουν. Γιατί σ’έναν άντρα µε φρόνηµα, είναι πιο πικρή η ταπείνωση που ακολουθεί τη δειλία, παρά ο θάνατος που έρχεται χωρίς να τον νιώσει σε στιγµή δύναµης και κοινής ελπίδας."


(απόσπασμα από τον "Επιτάφιο Λόγο" του Περικλή, που κατεγράφη δια πένας Θουκυδίδη)



Αναρωτιέσαι λοιπόν, αγαπητέ αναγνώστη:

Ποιος είναι πιο μπροστά, είπαμε;
Ποιος έχει προοδεύσει;
Το βέλος του χρόνου ισχύει;
Πάμε μπρος ή πίσω τελικά;
Έχουμε σχέση με αυτούς τους ακραίους προγόνους...
εμείς οι σημερινοί ισημερινοί;


Ας αφήσουμε τα ονειρομάγια να μας απαντήσουν...


"Ονειρομάγια"
Στίχοι, Μουσική: Αργύρης Λούλατζης
Ερμηνεία: Αργύρης Λούλατζης, Χρήστος Θηβαίος




Ξέσπασε βροχή και ονειρομάγια 
πρόσωπά μου άγια 
θα' ρθω να σας βρω 
και μεσάνυχτα στων άστρων τη δροσιά 
τα απόκρυφα του κόσμου θα γεννώ 

Σε ονειρομάγια θα χαθώ 
τις ψυχές θα ενώσω και θα σε κρατώ 

Πρώτη μου ζωή και πρώτη μου αγάπη 
σε κρυσταλλένιο δάκρυ θα σ' ονειρευτώ 
Κι αν θα δω καιρό που αντίο θα σου πω 
σαν πορφυρό νερό τη γεύση σου κρατώ 

Σε ονειρομάγια θα χαθώ 
τις ψυχές θα ενώσω και θα σε κρατώ