Με τον νταβατζή ή χωρίς;



Το ερώτημα των ημερών -και των νυκτών για πολλούς, καθώς σίγουρα τους έχει γίνει μόνιμος εφιάλτης- είναι αν θα είμαστε εντός ή εκτός Ευρώπης (ή ό,τι τέλοσπάντων εννοούμε με τον όρο "Ευρώπη").

Για έναν περίεργο λόγο η κατάσταση μου μοιάζει ακριβώς με μια πόρνη που αναρωτιέται: με νταβατζή ή χωρίς;

Τι εννοώ: μια πόρνη που για διάφορους λόγους έχει μάθει από μικρή να κάνει μόνο αυτή τη δουλειά, της πορνείας, η οποία έχει διαποτίσει το κορμί της ολάκερο και την ψυχή της κατάβαθα, με την έννοια της εκπόρνευσης, κάποια στιγμή αναρωτιέται αν πρέπει να έχει ή όχι τον νταβατζή της, ο οποίος την προστατεύει από τη μια, αλλά και την εκμεταλλεύεται και την χρησιμοποιεί όπως γουστάρει από την άλλη. Ο ρόλος του νταβατζή λοιπόν, είναι διπλός: προστατεύει την πόρνη αλλά παράλληλα την δεσμεύει. Της παρέχει κάποιες ανέσεις αλλά της στερεί κάποιες άλλες εξίσου σημαντικές. Της δίδει κάποιες ελευθερίες, αλλά τις ελευθερίες που αυτός αποφασίζει και όχι κάποιες άλλες. Υπάρχει ελευθερία, αλλά περιορισμένη και κατευθυνόμενη, με σκοπό πάντα το όφελος του ίδιου του νταβαντζή. Είναι τελικά αυτό ελευθερία; Η προστασία του νταβατζή είναι πραγματικη ελευθερία ή είναι μάντρωμα μέσα σε ένα μαντρί με συγκεκριμένους κανόνες και "κώδικα ηθικής";

Πώς συνδέεται τώρα όλο αυτό το παράδειγμα με την Ελλαδίτσα μας, θα αναρωτηθείτε. Η Ελλάδα και οι Έλληνες, πληρώνει θεωρώ σήμερα, παιδικές ασθένειες. Από μικρή έχει εκπορνευτεί, και με τους πατρώνους του ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ τόσα χρόνια (όχι ότι οι υπόλοιποι δεν είχαν παρόμοια τακτική, απλώς αυτά τα δυο κόμματα είχαν τις ευκαιρίες λόγω κυβερνητικής εξουσίας να μετενσαρκώσουν τη συμπεριφορά τους σε νόμους και διατάγματα, σε κρατική συμπεριφορά και διοικητική διάταξη), έχει μάθει να λειτουργεί με συγκεκριμένους τρόπους και να αντιλαμβάνεται τα πράγματα γύρω της με συγκεκριμένη οπτική: είναι η οπτική της ελάσσονος προσπάθειας, της κλεψιάς, της παγαποντιάς, της φοροδιαφυγής, του παράνομου παρκαρίσματος, της παράνομης σοφίτας, του αυθαίρετου εξοχικού, μα πολύ περισσότερο του αυθαίρετου συλλογισμού και ισχυρισμού... Η Ελλάδα, έμαθε, όπως μια πόρνη, να μην μετρά τα λόγια της και να λέει ότι ευχαριστεί τον εκάστοτε πελάτη, να μην υποβάλλει το μυαλό της σε σκέψεις διότι κανείς δεν θα τις ακούσει (οι πελάτες της που την "ποθούν" έχουν μόνο μια σκέψη στο μυαλό τους, άρα όλες οι υπόλοιπες οι σκέψεις είναι περιττές), να φιμώνει τα συναισθήματά της οδηγούμενη σε αυτο-λοβεκτομή (διότι τα συναισθήματα δεν βοηθούν το σώμα να χαλαρώσει άρα να καλοπεράσει), να πνίγει τη μνήμη στο ποτό (διότι η μνήμη, ιστορική, πολιτική, ατομική κλπ μόνο πόνο μπορεί να προκαλεί, και επειδή ο πόνος είναι συναίσθημα εντάσσεται στην προηγούμενη κατηγορία που όπως είπαμε τα συναισθήματα αποαγορεύονται καθώς δεν προάγουν το επάγγελμα της πόρνης). Η πολυετής κυβέρνηση των ΠΑΣΟΚ-ΝΔ που πέταγε στα μούτρα των Ελλήνων άρτο και θεάματα, πέταγε ταυτόχρονα στα σκουπίδια την προσωπικότητα των πολιτών της. Διέλυσαν τη χώρα τόσα χρόνια και τώρα καλούμαστε όλοι μαζί να ξεχρεώσουμε αυτά που κάποια έφαγαν και έφαγαν και ξαναέφαγαν, μα που από πάνω μας ακόμα δεν έφυγαν...

Μια πόρνη λοιπόν, που έχει μάθει έτσι τόσα χρόνια και καλείται να απαντήσει στο ερώτημα "με τον νταβατζή ή χωρίς", πώς να μην πέσει σε βαριά κατάθλιψη (όπως αυτή στην οποία βρίσκεται όλη η χώρα τα τελευταία χρόνια), όταν είναι μπροστά σε ένα τεράστιο δίλημμα: από τη μια αν συνεχίσει με τον νταβατζή, ξέρει ότι αυτός θα γίνει ακόμα πιο άγριος και απαιτητικός μαζί της, θα της ζητά ακόμα πιο πολλά, να δουλεύει ακόμα πιο πολλές ώρες και να αμοίβεται ακόμα πιο λίγο... Και τα χρόνια της περνούν και η πόρνη γερνά και ως γνωστόν τα χρόνια πίσω δεν γυρνούν... Η επιλογή αυτή είναι καταστροφική, με τη δική της τη συναίνεση βέβαια, και σε μια καταστροφή που ήδη έχει γνωρίσει εξάλλου. Από την άλλη, αν τα βροντήξει όλα και προσπαθήσει να ξεφύγει από τον νταβατζή της, μένει ξεκρέμαστη στη γη, καθώς δεν έχει πού να πάει, δεν έχει πού να δουλέψει, δεν ξέρει να κάνει κάτι άλλο για να δουλέψει καθώς μόνο αυτό της μάθανε όλοι όσοι τη δασκαλέψανε τόσα χρόνια... Μα ακόμα και αν υπάρχει κάποια δουλειά που θα μπορούσε να κάνει, κανείς δεν τη θέλει, διότι ποιος θέλει να έχει στη δούλεψή του μια πόρνη; Άρα, φεύγοντας από τον νταβατζή της, παίρνει μαζί και όλο της το παρελθόν που θα την ακολουθεί σαν ρετσινιά... Η επιλογή αυτή είναι σχεδόν αυτοκαταστροφική θα έλεγε κανείς... μα φοβίζει ακόμα πιο πολύ από την προηγούμενη καθώς δεν ξέρει κανείς τί της ξημερώνει. Και ως γνωστόν, το άγνωστο σε σκοτώνει δυο φορές από το γνωστό...

Έτσι και η Ελλαδίτσα μας, αγαπητοί μου φίλοι. Τρέμει και διαδηλώνει να μην φύγουμε από την Ευρώπη γιατί την τρομάζει το άγνωστο που της ζητά να σταθεί στα δυο της ποδάρια ολόρθια. Μα πώς να το κάνει αυτό, όταν τα δυο της πόδια όλα αυτά τα χρόνια, έμαθε να τα χρησιμοποιεί καλύτερα όταν ήταν ξαπλωμένη παρά όρθια... Τι ξέρει να κάνει λοιπόν η Ελλάδα και η πολίτες της, όταν όλα αυτά τα χρόνια γαλουχήθηκαν στο ψέμα, την κλεψιά και τη φτωχοδιαβολιά; Πώς να ξεμάθει ένας ολόκληρος λαός, όταν του μάθανε το λάθος για σωστό, το ψέμα για αλήθεια και την ανηθικότητα για ηθική; Πώς γίνεται να αλλάεις ζωή γερασμένη μου Ελλάδα; Πώς γίνεται τα παιδιά σου να αλλάξουν σελίδα και να πάψουν να συχνάζουν στα μπουρδέλα όπου σύχναζες εσύ;

Το φιλοσοφικό αυτό ερώτημα, έχει ήδη αποτυπωθεί στην τέχνη και μάλιστα στην ελληνική κινηματογραφική τέχνη. Δεν είναι άλλο φυσικά από το αριστούργημα "Τα Κόκκνα Φανάρια", όπου ο φακός ακολουθεί στιγμή προς στιγμή, κάμαρα προς κάμαρα, βήμα προς βήμα, ανάσα την ανάσα, τις ζωές εκδιδόμενων γυναικών που παλεύον να ξεφύγουν απο το πεπρωμένο τους... Ο φακός καταγράφει, πώς γαλουχούνται από μικρή ηλικία, πώς μεγάλώνουν και αντρειώνουν μέσα σε ένα μπουρδέλο, πώς μαθαίνουν να επιβιώνουν και να αυτοαμύνονται, πώς μαθαίνουν ποιος είναι ο ρόλος του νταβατζή... Όλες, μα όλες όμως, παρότι δεν έχουν μάθει να κάνουν κάτι άλλο, επιθυμούν να ξεφύγουν από αυτή την κατάσταση... Πολές θα το τολμήσουν, μα μια μόνο θα καταφέρει να αγγίξει την τύχη και να δοκιμάσει με πραγματικές αξιώσεις. Είναι φυσικά, η πόρνη που υποδύεται η Τζένη Καρέζη... Και παράλληλα, κάπου στο περιθώριο του φακού, στο ημίφως των ζωών, είναι εκείνο το συγκλονιστικό ζεύγος με τα γεροντάκια που προστατεύουν την αγάπη τους σαν φωτίτσα τρεμόσβηστη στις υγρές τους παλάμες... για να μας θυμίζουν ότι πάντα θα υπάρχουν γύρω μας άνθρωποι που είναι χειρότερα από εμάς. Η διαφορά όμως, δεν έγκειται στα υλικά, αγαπητοί μου, μα στα άυλα, στα πνευματικά, στα νοητά...




Δεν ξέρω αν τα Κόκκινα-ΣΥΡΙΖαίικα μυαλά, λειτουργήσουν σαν Φανάρια, για να φωτίσουν το σκοτάδι μας. Ξέρω, ότι εμείς πρέπει να αλλάξουμε. Πριν απαντήσουμε λοιπόν στο ερώτημα αν θέλουμε να μείνουμε με τον νταβατζή ή όχι, προέχει να απαντήσουμε αν θέλουμε να αλλάξουμε ζωή ή όχι...